Friday, September 13, 2013

4. Βροχή

Ένας θόρυβος με βγάζει απ τις σκέψεις μου . Είναι απόγευμα και η βροχή χτυπιέται πάνω στη λαμαρινένια σκεπή, όπως σχεδόν κάθε μέρα τέτοια ώρα. Μονάχα ακουγοντάς μπορώ να καταλάβω πότε δυναμώνει και πότε ησυχάζει. Τόσα χρόνια στην πόλη έπεφτε βουβά πάνω στο μπετόν . Εδώ όμως είναι διαφορετικά : νιώθω λες και είναι ζωντανή και κυκλώνει το μικρό μου δωμάτιο. Ενας ρυθμικός συγκοπτόμενος ήχος, όταν ψιχαλίζει. Ενα αραγές βουητό , που κυριαρχεί πάνω σε οποιονδήποτε άλλον ήχο, όταν 'ρίχνει' για τα καλά.
Συχνά τυχαίνει να με ξυπνάει απότομα μες το βράδυ και να με μπερδεύει : Που βρίσκομαι ; Πόσο χρονών είμαι ; Εχω χάσει την αίσθηση προσανατολισμού και δεν ξέρω προς τα πού είναι ο διακόπτης για να ανοίξω το φώς . Δοκιμάζω ψηλαφώντας να αναγνωρίσω κάτι ,μα αυτά που ψάχνω είναι τοίχοι, επιπλα και αντικείμενα που ανήκαν σε κάποιο παλιό μου δωμάτιο που νόμιζα πως είχα ξεχάσει.
Τώρα όμως είναι απόγευμα. Σηκώνομαι κι ανοίγω την πόρτα. Μικρά ρυάκια έχουν ήδη σχηματιστεί στους δρόμους . Ανθρωποι περνάνε πάνω στις μηχανές τους φορώντας αδιάβροχα - απλές ημιδιάφανες σακούλες στα μέτρα του σώματος. Παιδιά παιζουν κάτω απο τα υπόστεγα. Δίπλα τους τα σκυλιά ,με το σαγόνι στο χώμα ,τεμπελιάζουν ή μελαγχολούν -ποιός ξέρει; -κοιτάζοντας όλο αυτό το νερό που πέφτει διαγώνια.  Απ τις ανοιχτές πόρτες των μικρών σπιτιών απέναντι που βρίσκονται στην αράδα βλέπω τις νύφες-μητέρες να ετοιμάζουν το δείπνο. Οι γιαγιάδες κάθονται πάνω σ ενα πάγκο δίπλα στο κατώφλι και καπνίζουν , χαζεύοντας κι αυτές τη βροχή.
Προχωράω μερικά βήματα. Τί θα ήταν η ζωή χωρίς τις παρορμήσεις; Αφήνω τη βροχή να με χτυπήσει μέχρι που γίνομαι μούσκεμα. Πότε νιώθω τη βροχή δυσοίωνη , πότε ελπιδοφόρα, ποτέ όμως δεν με φοβίζει. Κάποιος έρχεται και μου προσφέρει μια ομπρέλα.
( Τόσα πράγματα που θέλω να σου πω, κι οταν βρέχει να θέλω να σου πω ακόμα περισότερα αλλά να μην υπάρχουν οι λέξεις)

Τώρα όμως είναι νύχτα. Μες το σκοτάδι του δωματίου μου ακούω τη βροχή να λυσσομανά πάνω στις σκεπή. Δυο λεπτά αρκούν για να συνηθίσω το θόρυβο τόσο ,που να νομίζω πως επικρατεί σιωπή. Ανοίγω ξανά την πόρτα . Τα ρυάκια γυαλίζουν αλλόκοτα κάτω απ τα λαμπιόνια του δρόμου. Μόνο φαντάσματα θα βρίσκονται τέτοια ώρα πάνω στις μηχανές.








Friday, September 6, 2013

3.Φολκλόρ

Ο Δυτικός άνθρωπος έχει παντα την τάση να ορίζει τους άλλους πολιτισμούς βάζοντας ως σημείο αναφοράς τον δικό του.( όταν γυρίζει απο δω σου διηγείται για τις παγόδες, το Μεγάλο Παλάτι , τα μηχανάκια -ταξί που περιμένουν στη γωνία, έναν αγώνα kick boxing ).Τόποι, έθιμα, λαοί παρουσιάζονται ως κάτι εξωτικό : αυτό που τους χαρακτηρίζει σώνει και καλά δεν είναι τα σημεία ταύτισης αλλά πάντοτε τα σημεία διαφοροποίησης τους με τις συνήθεις παραστάσεις του πάλαι ποτέ  αποικιοκράτη. ( σου μιλάει για τις  χαρτοπετσέτες των εστιατορίων που ναι πάντοτε ρόζ και μικροσκοπικές, τα φαναράκια που ανεβαίνουν στον ουρανό, τις πλωτές αγορές).Οτι είναι μοναδικό και αξιοπερίεργο είναι δήθεν η ψυχή και η ουσία της κάθε κουλτούρας που ο Δυτικός τουρίστας /ταξιδιώτης/ συγγραφέας/αναλυτής/ ειδικός  καλείται να περιγράψει και να ερμηνεύσει.( γράφει για την μπύρα που εδω σου σερβίρουν με παγο, τους ελέφαντες, τους πάγκους στους δρόμους τους φορτωμένους με  περίεργα φρούτα και βότανα)
Το μέρος που βρίσκομαι -μια γωνιά της Νοτιοανατολικής Ασίας -δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ τον κανόνα. Στο φαντασιακό του ξένου ταυτίζεται μονίμως με μια σειρά απο δήθεν χαρακτηριστικά σημεία που ποικίλουν ανάλογα με το βαθμό εξοικειωσής του και τον χρόνο που έχει ξοδέψει εδω. Κι αν φαινομενικά η ανάλυση προχωράει σε βάθος, η οπτική σπάνιως αλλάζει. ( φωτογραφίζει το ηλιοβασίλεμα στο ποτάμι, τα φώτα νέον που δεσπόζουν στις περιοχές με τα bar, ενα νεροβούβαλο κι ενα Βούδα, χαμογελαστές γυναίκες -μινιατούρες, τρίκυκλα, γιρλάντες με λουλούδια για την καλή τύχη)
Πολύχρωμες εικόνες και ιδεες που καταναλώνονται / πουλιούνται με ευκολία. Απαντήσεις πάνω σε ερωτήσεις που- αλίμονο -δεν έχουν καμμία σημασία. Επιστήμες που χτίζονται πάνω στο τίποτε. Ταξινομήσεις που υπάρχουν μόνο στα κεφάλια των Δυτικών.
Μισώ το φολκλόρ.
.

Sunday, September 1, 2013

2.Ταξιτζήδες

Μια φωτογραφία στ αριστερά σου- οδηγούν 'ανάποδα' εδώ-  δίπλα απο το παράθυρο. Κοιτάζεις τον σημερινό άνθρωπο καθώς οδηγάει και τη συγκρίνεις : απο τότε που έπιασε το τιμόνι έχει γεράσει τόσο ,που λες πως τον χτύπησε κάποια αρρώστεια . Η εποχή που στηνόταν μπροστά στον φωτογραφικό φακό, τρία, πέντε, δέκα χρόνια πρίν , μια μακρινή ανάμνηση.
Άλλες φορές πάλι, ξεκάθαρα ,είναι άλλος αυτός που οδηγεί κι άλλο το εικονιζόμενο πρόσωπο που είχε πάρει κάποτε την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος και η φωτογραφία του βρίσκεται εκεί μαζί με το ονομά του στα αγγλικά κι ενα νούμερο.
Υποτίθεται όμως πως αυτό δε θα έπρεπε να σε νοιάζει : πιο πολύ σ απασχολεί που κάθε φορά το αυτοκίνητο  κολλάει στην κίνηση.
Επιλέγει να ναι φιλικός. Κάνει πολλές χειρονομίες μιας και η γλώσσα είναι εμπόδιο κι όχι σύμμαχος. Αλλες φορές πάλι είναι σιωπηλός. Η φωτογραφία και ο ίδιος αρνούνται να πουν κάτι για τον χαρακτήρα του.
Το νούμερο στο ταξίμετρο ανεβαίνει αργά αργά εδώ. Καθώς το αυτοκίνητο κινείται ,τα διάφορα χαιμαλιά, που να κρεμασμένα στον καθρέφτη ,συστρέφονται. Στο παμπρίζ λουφάζουν μικροί πλαστικοί βούδες.
Στο μυαλό του οδηγού τί ; Ίσως η οικογενειά του σε μια άλλη πόλη. Το ταξίμετρο που δε λέει ν ανέβει. Η μέση του που πονάει. Το προσπέκτους του 'μασατζίδικου' που βρίσκεται τσαλακωμένο στην τσέπη του. Αν σε πείσει να σε πάει εκεί θα πάρει μια γενναία προμήθεια.
Κοιτάς πάλι τη φωτογραφία. Άλλωστε βρίσκεται όλη την ώρα μπροστά σου. Σου περνάει απ το μυαλό πως παρόμοιες φωτογραφίες εχουν  στις ταυτότητες αλλά και στις κηδείες, στην τελευταία περίπτωση κάπως μεγενθυμένες  . Σκέφτεσαι πως θα ταν περίεργο να χρησιμοποιούσαν -αλλά πόσο ταιριαστό!- όταν πεθάνει ο οδηγός , μέσα σ ενα τεράστιο κάδρο, αυτή την ίδια φωτογραφία κάρτα με το νούμερο απο κάτω, που τώρα κοιτάς.
Και ακόμα πιο περίεργο : όπως και μες το ταξί του η φωτογραφία της κηδείας του να ανήκει σε κάποιον άλλον, τα χαρακτηριστικά να μην ταιριάζουν διόλου με εκείνα του νεκρού, το σώμα του οποίου προετοιμάζουν για την καύση.
Η κίνηση χειροτερεύει αλλά κάποια στιγμή - άλλες φορές πιο γρήγορα, άλλες βασανιστικά αργά -φτάνεις στον προορισμό σου.
Το χαρτονόμισμα που αλλάζει χέρια: ο μοναδικός δεσμός που σε ένωσε με τον ευκαιριακό οδηγό σου.