Tuesday, January 20, 2015

20. Τρελοί


Ειδα κάποτε μια ηλικιωμένη , βρώμικη και υπέρβαρη τόσο , που με δυσκολία μπορούσε να κινηθεί. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν αλλα εκείνη στάθηκε στην όχθη του καναλιού , ανακάθησε , παραμέρισε τα φουστάνια της , κι άρχισε να αφοδεύει σε τεράστιες ποσότητες πάνω απ το νερό. Όταν τελείωσε σηκώθηκε χωρίς καν να σκουπιστεί.
Μια άλλη φορά, μέσα στη μέση της νύχτας όταν κανείς σχεδόν δεν κυκλοφορεί πεζός έξω, ανέβαινα μια γεφυρουλα , θέλοντας να περάσω απέναντι. Κοκκάλωσα βλέποντας εναν αναμαλλιασμένο άντρα , με το σώμα προτεταμένο στα κάγκελα και το παντελόνι κατεβασμένο στους αστραγάλους , να αυνανιζεται με μανία. Τελείωσε με άγρια χαρά ζωγραφισμένη στην εκφρασή του , καθώς ο αέρας έπαιρνε το σπέρμα του και το σκόρπιζε πάνω στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν τη φωτισμένη λεωφόρο.
Είδα κάποτε και κάποιον άλλον. απροσδιόριστης ηλικίας ,προχωρούσε καμπουριαστός ,με το ενα του χερι να κάνει συνεχώς ακατάληπτους κύκλους στον αέρα και το άλλο να κρατάει ενα σακούλι . Πότε πότε σταματούσε και έβαζε μέσα διάφορα άχρηστα αντικείμενα: πέτρες, φύλλα, ξύλα, σχισμένα χαρτόνια, σχισμένα σελοφάν και πεταμένα πλαστικά κυπελλάκια.
Έβλεπα συχνά στη γειτονιά μου μια  φαλακρή σαραντάρα που φορούσε κουρελια και κοιμόταν σ ενα άθλιο ξεντεριασμένο στρώμα δίπλα στα σκουπίδια. Συχνά έδειχνε ήρεμη, έμενε ακίνητη για ώρες χαζεύοντας το κενό μα ξαφνικά πεταγόταν και άρπαζε τα φαγητά απο τα χέρια των περαστικών με πρόσωπο τρομακτικό : συχνά τους κοίταζε απλά άγρια στα μάτια ,κλεινοντάς τους το δρόμο , κι εκείνοι της το έδιναν μόνοι τους κι έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλες φορές έκανε κίνηση πως θέλει να καπνίσει και ζητούσε τσιγάρα ή μαζευε γόπες απο την άσφαλτο. Ποτέ δεν άνοιγε το στόμα της παρα μόνο όταν είχε στο αυτί της ενα παμπάλαιο κινητό και μιλούσε μ ενα φανταστικό συνομιλητή .Ουρλιαζε τότε ενα σωρό ασχήμιες, βρισιές και κατάρες , καθώς πηγαινε πανω κάτω στο πεζοδρόμιο σαν νευρόσπαστο.
Είδα κι άλλους πολλούς. Βλέπω κι άλλους πολλούς. Δεν τους πιάνει το μάτι σου μες την πολυκοσμία αλλά καθε φορά που η νύχτα πέφτει και οι δρόμοι ερημώνουν ,αρχίζουν να κυριαρχούνε στο χώρο.
Ολο και περισσότεροι με τα χρόνια . λες και η ’ανάπτυξη’ η ιδια είναι που τους γεννάει.  Άστεγοι, μόνοι, άρρωστοι, απελπισμένοι . Παρατημένοι απ’ τους δικούς τους κι απ την κοινωνική πρόνοια, αφημένοι στην τύχη τους ,φαντάσματα που δεν έχουνε που να πάνε , που κανείς δεν τα θέλει, χαμένα στο δικό τους απλησίαστο κόσμο.
Σκέφτομαι πως σε μια πόλη που νομίζει πως έχει γίνει σύγχρονη και μοντέρνα, και που άρχισε σιγά σιγά να κρύβει με ντροπή τις παράγκες της ,είναι καλό να υπάρχουν όλοι αυτοί οι τρελοί. Να .εισβάλλουν εκεί που όλα θέλουν να δείχνουν όμορφα και καθαρά. Να χλευάζουν με την παρουσία τους τους πανύψηλους ουρανοξύστες , τα απαστράπτοντα malls, τον υπερμοντέρνο υπέργειο σιδηρόδρομο, τα καλοσυντηρημένα αψεγάδιαστα πάρκα όπου εχουν κουρέψει τους θάμνους σε σχήματα ελέφάντων.

Monday, January 12, 2015

19. Διαχρονικό μελό


Μπουλούκια κόσμου και αυτός, βγαίνοντας απο μια ντίσκο τα χαράματα.
Το φως της ημέρας τους χτύπησε όλους απότομα και μισοκλείσαν τα μάτια . Παρέες απο κορίτσια πολύχρωμα ντυμένα  , μεθυσμένοι τουρίστες που ξεμειναν μόνοι , αγκαλιασμένα ζευγαράκια της μιας νύχτας , σαν να κοκκαλώσανε , σαν να μην είχανε κουράγιο να συνεχίσουν παραπέρα, σαν να μην ξέρανε τι να κάνουν και που να πάνε.
Τοτε την είδε τυχαία μετά απο δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τα μαγουλά της είχαν ρουφήξει , τα μακρυά μεταξένια μαλλιά της ξεφτίσει , το βλέμμα της σβηστό  (μα πως μπορεί να έσβησαν , πως μπορεί να θόλωσαν αυτά τα μάτια που άστραφταν;), τό σώμα της κοκκαλιάρικο με εξαφανισμένες όλες τις υπέροχες καμπύλες , με μόνο μια κοιλιά ,σαν άδειο σακούλι , να προεξέχει.
Κι όμως την αναγνώρισε.
Kάποτε, σχεδόν σε μια άλλη ζωή, ήταν οι δυό τους σε μια ερημική παραλία. Χοροπηδούσε σαν κοριτσάκι πανω στην άσπρη άμμο, βουτούσε τα πόδια της στην πεντακάθαρη ζεστή θάλασσα, πήγαινε , κάθε τόσο , σε μια κούνια που κρεμόταν σ ενα κοκοφοίνικα και τον φώναζε να τη σπρώξει. Όταν γελούσε η ομορφιά της άνθιζε , κι εκείνος που μόλις είχε πρωτοέρθει εδω απο την Ευρώπη  , ζαλισμένος απο το απίστευτο τοπίο και απο κείνη που σαν απο θαύμα ήταν δίπλα του ,ντρεπόταν να την φιλήσει, ντρεπόταν να την αγγίξει κι ας είχε πληρώσει και αυτή και το μπάρ που δούλευε για να τον ακολουθήσει στο νησί για μερικές μέρες . (Πόσο γρήγορα πέρασαν! Ο ήλιος εδυε πριν το καταλάβει και χρύσιζε την ακύμαντη επιφάνεια του νερού).
- Mε θυμάσαι; τη ρώτησε και κείνη τον κοίταξε σαν να μην τον είχε ποτέ της ξαναδεί κάνοντας μια γκριμάτσα αντί για χαμόγελο.
Ακόμα κι όταν της τα διηγήθηκε όλα, της ανέφερε λεπτομέρειες , εκείνη πάλι δεν μπορούσε να τον θυμηθεί. Για κείνον η πρώτη συγκίνηση , για κείνη ενας ακόμα πελάτης ανάμεσα στους χιλιάδες. (Κι ας υπήρχαν στιγμές που εκείνος τις είχε παρει για ξεχωριστές. Εκείνη να τον κρατά τρυφερά αγκαλιά και να του μιλάει γεμάτη αισιοδοξία για τα τόσα πολλά ονειρά της.)
- Μα γνωριζόμαστε! Eχεις τατουάζ, της είπε, μια μεγάλη πεταλούδα , πίσω,  λιγο πάνω απ τη μέση.
(Εκείνη η πεταλούδα που είχε πρωτοδεί όταν έστριψε το κεφάλι του , καθώς εκείνη , μια υπέροχη άγνωστη,  που φορούσε ενα κοντό μπλουζάκι, τον προσπέρασε απο την αντίθετη κατεύθυνση , ριχνοντάς του ενα χαμόγελο . Εκείνη η πεταλούδα που έβλεπε κάθε μέρα πάνω απο το μαγιό στο νησί. Εκείνη η πεταλούδα που σχεδόν κρατούσε στα χέρια του καθώς εκείνη ήταν στα γόνατα κι αυτός , απο πισω, εμπαινε μέσα της ).
Και εκείνη η θάλασσα, εκείνη η παραλία, εκείνη η καλύβα στην άμμο.
Χρόνια αργότερα είχε ξαναπεράσει απο κει. Το μέρος είχε πια πολύ κόσμο. Το νερό ήταν γεμάτο με κρις κράφτ και κάθε λογής πλοιάρια. Τραπέζια και καρέκλες εστιατορίων εκτείνονταν μέχρι εκει που έσκαγε το κύμμα. Οι περισσότεροι φοίνικες είχαν κοπεί και είχε χτιστεί μια πολυτελής resort. Όσο για την κούνια άφαντη..
- Δε σε θυμάμαι αλλα με θέλεις ; του είπε καθώς κοίταξε λοξά εναν μουσάτο εξηντάρη που  στεκόταν σαν χαμένος λίγο παραδίπλα.
( Όταν , τότε, οι μέρες και τα λεφτά είχαν τελειώσει και την αποχαιρετούσε , πόσο πονούσε η ομορφιά της!)
Λίγες στιγμές αργότερα εκείνη φιλούσε τον γέρο περιπαθώς στο στόμα. Τους κοίταζε και δεν ήξερε τι να νιώσει . Ο γέρος πολύ μεθυσμένος εχωνε το χέρι του κάτω απο τα ρούχα της , τα ανασήκωνε, κι έτσι μπόρεσε και είδε πάλι αυτη την πεταλούδα . Όλα είχαν αλλάξει μα εκείνη ήταν εκεί!
Πλόυ, σκέφτηκε, γιατί ξαφνου θυμήθηκε πως Πλόυ λέγονταν αυτή η κοπέλα με την ισωπεδωμένη ομορφιά, τί κρίμα που αυτή η πεταλούδα δεν πέταξε ποτέ μακρυά. Τι κρίμα που τσακίστηκε έτσι!
Κι ο ιδιος άραγε , πόσο να έχει αλλάξει μπροστά στον καθρέφτη του και δεν το έχει παρει χαμπάρι; Πόσα άραγε πράγματα να έχουν τσακιστεί μέσα του;
Δέκα χρόνια μετά, στο εβδομό του ταξίδι εδω. Ένας ακόμη σεξοτουρίστας χωρίς συναίσθημα.





Monday, January 5, 2015

18. Καλή χρονιά



Είναι σήμερα πρωτοχρονιά και στο ναό επικρατεί συνωστισμός. Άνθρωποι παιδεύονται για να πάρουν , έναντι αντιτίμου , την ευλογία των μοναχών ή να γονατίσουν μπροστά απο ένα βωμό. Νεαρά ζευγάρια, πατεράδες με τα μικρά παιδιά τους στους ώμους , ηλικιωμένες γυναίκες με μπαστουνάκια και βεντάλιες : όλοι στριμώχνονται αφόρητα καθώς ανεβαίνουν τα σκαλάκια που οδηγούνε στο ιερό.
Εκείνη , παρότι μισεί την πολυκοσμία, παίρνει μια βαθιά ανάσα και γίνεται ενα με το πλήθος.

Αφου τελειώσει με το προσκυνημα , πηγαίνει σ ενα χαρτομάντη που της έχουν συστήσει. Θέλει να ξέρει τί θα φέρει ο καινούριος χρόνος. Ο ηλικιωμένος άντρας ρίχνει τα ταρό και την κοιτάζει με σοβαρό ύφος. Της λέει πως μεγάλη κακοτυχία έρχεται αλλα αν θέλει μπορεί να αντιστρέψει τη μοίρα αρκει να αλλάξει τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου με κάποιον άλλο , γουρλίδικο, που θα της δώσει αυτός. Της ζητάει μισό μηνιάτικο. Εκείνη το σκέφτεται λίγο και μετά πηγαίνει προς το ATM για να βγάλει τα χρήματα.

Αργότερα , με ανανεωμένη την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, αγοράζει ενα χοντρό πάκο με λαχεία. Ξοδεύει μια ολόκληρη ώρα για να τα διαλέξει , (ένα ένα, να ταιριάζουν με τους τυχερούς της αριθμούς που ξέρει απ έξω και ανακατωτά ) και , φυσικά,  ενα σωρό λεφτά για να τα αγοράσει. Παίρνει χρόνια λαχνούς αλλα ποτέ μέχρι τώρα η τύχη δεν της εχει πραγματικά χαμογελάσει πέρα απο κάτι λήγοντες που της βγαίνουν στη χαση και τη φέξη.

Σταματάει να φάει σ’ ενα μέρος που γνωρίζει καλά. Το εστιατόριο αυτό είναι ενα απο τα αγαπημένα της, με υπέροχο φαγητό. Δεν μπορεί να αντισταθεί και παραγγέλνει τρία ολόκληρα πιάτα. Έχει παχύνει πολύ τελευταία , και νιώθει ενοχές : σκέφτεται μια φίλη της, που της έχει πει για κάτι θαυματουργά χάπια που αδυνατίζουν σε χρόνο μηδέν και σε κάνουν κανονικό μοντελάκι. Μπορεί να ελπίζει σ’ αυτά και στην επέμβαση που έχει προγραμματίσει να κάνει στη μύτη της και που , επιτέλους, θα πάψει να ναι πλακουτσωτή (Δεν θα αντέξει να ναι και φέτος άτυχη στην αγάπη).

Έίναι πια αργά . έχει σουρουπώσει και ξεχάστηκε μέσα στα δρομάκια της παλιάς πόλης που ξαφνικά σαν να ερήμωσαν. Καθώς περπατάει για να φτάσει στην καλά φωτισμένη και πολυσύχναστη λεωφόρο επιταχύνει το βήμα της , με τα μάτια της να κοιτάζουν το έδαφος. Φοβάται να σηκώσει το βλέμμα γιατί ξέρει πως φαντάσματα κρύβονται συχνά στις φυλλωσίες των δέντρων , κουρνιάζοντας πάνω στα κλαδιά , μέσα στο μισοσκόταδο.

Αποφασίζει να πάρει ενα ταξί που περνάει απο δίπλα της. Ο ταξιτζής αρνείται να βάλει ταξίμετρο και της ζητάει μια παραφουσκωμένη τιμή. Εκείνη συμφωνεί : νιώθει κουρασμένη για παζάρια και ο κεντρικός δρόμος είναι ακόμη μακρυά.

( Δεν είναι καμμιά φτωχή κοπέλα απο χωριό που αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο απο νωρίς. Η οικογένειά της ήταν καλοστεκούμενη οικονομικά, η ίδια τελειωσε ενα καλό πανεπιστήμειο και δουλεύει σε μια υψηλή θέση γραφείου με υψηλές αποδοχές.)

Ο ταξιτζής χαμογελάει μέσα απ’ τον καθρέφτη και της εύχεται καλή χρονιά .