Tuesday, December 27, 2016

32. Χριστούγεννα


Ο φίλος έχει αργήσει.

Στέκομαι δίπλα σ' εκείνο το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τ' ασημένια ελάφια στη βάση του, τα δώρα και τα χίλια φωτάκια, μπροστά απο το εμπορικό, και τον περιμένω.
(Είναι όμορφο αλλά δεν ξεχνώ πως εδώ και χρόνια, σ ' αυτόν τον τόπο περισσότερο ίσως απο άλλους, η αγορά έχει φέρει την ομορφιά στα μέτρα της: η διακριτική, φυσική εκδοχή της εξορίστηκε απο τα αστικά περιβάλλοντα ή απαξιώθηκε και οι νέες γενιές έμαθαν να την αναγνωρίζουν μόνο σε επιβλητικές ανθρώπινες κατασκευές).
Κάθε λίγο και λιγάκι τουρίστες αλλά και ντόπιοι σταματάνε να φωτογραφηθούν με φόντο τη γιορταστική αυτή φαντασμαγορία: στα πρόσωπά τους πλατιά χαμόγελα, στα μάτια τους λάμψη πιο δυνατή κι απ' αυτήν του φωτισμένου ελάτου.
(Συνειδητοποιώ πως σε μια ζωή αβεβαιότητας και απογοητεύσεων, αφού πρώτα όρισε περιοριστικα τις έννοιες, η αγορά είναι η μόνη που υπόσχεται ομορφιά κι ευτυχία, με πειστικό τρόπο, ανανεώνοντας αδιάκοπα την εμπιστοσύνη του κοινού προς εκείνη. Κάθε χρόνο τα χριστουγεννιάτικα δέντρα είναι πιο ψηλά και φωτεινά, τα μοντέλα κινητών και τα ηλεκτρονικά πιο προηγμένα, τα ρούχα πιο εντυπωσιακά).
Λίγο πιο πέρα μια εξέδρα, διακοσμημένη με κάτι περίεργα σχήματα σαν μαιάνδρους, που αναβοσβήνουν και κάθε λίγα δευτερόλεπτα αλλάζουνε χρώμα. Απο πράσινο σε μωβ, απο μωβ σε βαθύ μπλέ και πορτοκαλί. Για κάποιο λόγο δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου απο τα σχήματα, που έχουν την καθηλωτική ισχύ ομόκεντρων κύκλων, και την εναλλαγή των χρωμάτων. Δεν έχει νόημα αυτό που βλέπεις, όπως δεν έχει νόημα κι όλος ο εορτασμός εδώ μιας και δεν απευθύνεται σε χριστιανούς, είναι όμως όμορφο και νιώθεις πολύ ευχάριστα.
(Συχνά νεαροί περιμένουν με τις ώρες σε ουρές για τα εγκαίνια μιας καινούριας αλυσίδας γλυκών, ξοδεύουν τρελά λεφτά για να πάρουνε πρώτοι κάποιο καινούριο τηλέφωνο, αγοράζουν χωρίς δισταγμό τα πανάκριβα παπούτσια διάσημης μάρκας που βγήκαν σε περιορισμένο αριθμό, ανανεώνοντας τη σχέση εμπιστοσύνης τους προς την αγορά. Σποραδικές υποκειμενικές διαψεύσεις είναι πολύ τραυματικές, τα γλυκά δεν άρεσαν, το κινητό παρουσιάζει προβλήματα, τα παπούτσια δεν είναι άνετα, αλλά δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα).
Δύο ερωτευμένοι ντόπιοι , ένα ζευγάρι μεσήλικων Κινέζων τουριστών, μια οικογένεια Ινδών, με τον πατέρα να αγκαλιάζει απ τον ώμο, ποζάροντας, την έφηβη κόρη του, έρχονται με τη σειρά τους να φωτογραφηθούν μπροστά απο το υπέρλαμπρο δέντρο.
Στην εκφρασή τους καθρεφτίζεται η χαρά και η αισιοδοξία πως ο καταναλωτικός παράδεισος θα τους ανήκει για μια αιωνιότητα.
(Το χρήμα είναι ο μόνος διαμεσολαβητής. Σκληρός αλλά αν το βρείς ξέρεις πως η αγορά θα τηρήσει όλες τις υποσχέσεις της και τίποτε δεν μπορεί να πάει λάθος).

Επιτέλους ο φίλος μου έρχεται.
Είναι η ώρα μας για μια φωτογραφία.




Tuesday, November 15, 2016

31. Ο κινέζικος ναός


Είναι ένας κινέζικος ναός, κάπου δίπλα στο ποτάμι.
Μπήκα μια μέρα μέσα, τίποτε ιδιαίτερο, κόκκινο παντού, οι ίδιοι γνώριμοι θεοί με τα άσπρα κολιέ στο λαιμό, τα κεριά, οι βωμοί με τις προσφορές, οι δράκοι που ξετυλίγονται στους στύλους και τις οροφές.
Ήταν όμως κι ένας φροντιστής εκεί, γέρος πολύ και σκυφτός, που μόλις με είδε απο μακρυά τα μάτια του έλαμψαν απο ενθουσιασμό κι έπιασε να έρχεται προς το μέρος μου κάνοντας έντονες χειρονομίες και ξεφωνίζοντας: 'περάστε, περάστε κύριε!' Με πήρε κι άρχισε να με τραβάει απο δω κι απο κεί δείχνοντάς μου ένα ένα τα αγάλματα του ναού.' 'Βγάλτε μια φωτογραφία εδώ! Και μία εδώ! Κοιτάξτε κι αυτό!' Η δουλικότητά του μου ήταν φορτική, με ζάλιζε έτσι που σχεδόν χοροπηδούσε τριγύρω μου με ψεύτικο χαμογελό και προσποιητό ενδιαφέρον, μα όταν είπα ευχαριστώ κι έκανα να φύγω εκείνος τινάχτηκε ξαφνικά και μ' έπιασε απο το μπράτσο μ' ένα κοκκαλιάρικο χέρι σαν τανάλια. 'Δωρεά! Πρέπει να κάνετε κάποια δωρεά!' έσκουξε.
Έβαλα όλη μου τη δύναμη για να απεγκλωβιστώ, τα δαχτυλά του μου είχαν αφήσει ένα σημάδι που θα έφευγε μετά απο μια βδομάδα, και τάχυνα το βήμα μου, σχεδόν έτρεξα για λίγο , ενώ τον άκουγα απο πίσω μου λαχανιασμένο να στριγκλίζει: 'Δωρεά! Δωρεά!'
Συνήθως επισκέπτομαι κάθε μέρος δυο και τρείς φορές αλλά, όποτε τα βηματά μου με έφερναν πρός τα κεί, τον θυμόμουν και δεν έμπαινα μέσα. Αποφάσισα να διαβώ το κατώφλι τρία χρόνια μετά.
Το πρώτο που έκανα ήταν να τον ψάξω με το βλέμμα μου αλλά, ευτυχώς, δεν ήταν εκεί.
 Έριξα πάλι μια ματιά στο ναό, Τίποτε δεν είχε αλλάξει, έμοιαζε όμως διαφορετικός χωρίς εκείνον να μπλέκεται στα πόδια μου με τις νευρικές κινήσεις του και τις κραυγές ενθουσιασμού του.
Λες να πέθανε; αναρωτήθηκα και μια απρόσμενη παγωνιά σαν να εισχώρησε ξαφνικά απο τα παράθυρα. Κοίταξα ένα άγαλμα μπροστά μου: στους ώμους του θεού τα κολιέ στέκονταν βαριά, τόσα πολλά που σχεδόν του κάλυπταν το μισό πρόσωπο.
Ο ναός μου φαίνονταν τώρα άσχημος και βουβός. Οι θεοί του βλοσυροί.
Πού είναι ο γεράκος που ήταν κάποτε εδώ; ρώτησα μια μεσήλικη καθαρίστρια που μάζευε κάτι φύλλα στην αυλή μ ενα φαράσι, μα εκείνη δεν είχε ιδέα , δεν τον γνώριζε καν. Ο γέρος είχε χαθεί μες τη λήθη, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.
Βγήκα απο το προαύλιο, προσπερνώντας σκυλιά που ξαπλώναν, παιδάκια που παίζαν και μια άλλη γυναίκα που απλωνε λουρίδες κρέατος σ' ενα τραπέζι, να ξεραθούν κάτω απο τον ήλιο.
Έφτασα μέχρι το ποτάμι κι ανόρεκτα άρχισα να περπατάω τις όχθες του. Το ρεύμα του δυνατό, μετέφερε σκουπίδια, πεθαμένα νούφαρα και κλαδιά. Το βρώμικο νερό άστραφτε κάτω απο το δυνατό φως.
Ο σκηνοθέτης μέσα μου έβγαλε απο την τσέπη μου ένα χαρτονόμισμα και το άφησε στο ποτάμι, να φύγει μακρυά.
'Θέλω να κάνω μία δωρεά'




Tuesday, July 12, 2016

30. Αόρατος


Τρείς το πρωί.
 Χαλάρωνα στη θέση του συνοδηγού ,απορροφημένος στις σκέψεις μου, όταν ξαφνικά ο ταξιτζής έβγαλε ενα πνιχτό επιφώνημα τρόμου. Το ταξί ,που ήταν έτοιμο να περάσει τις ερημικές σιδηροδρομικές γραμμές, εγκλωβίστηκε : ένα μπουλούκι απο νεαρούς ,που περπατούσαν παράλληλα με τις ράγες, του έκοψε το δρόμο. Μαρμαρωμένοι απομείναμε να τους κοιτάμε μέσα απο το παρμπρίζ να περνάνε, χωρίς να βιάζονται, απο μπροστά μας, κάνοντας τη στιγμή να μοιάζει με αιωνιότητα.
Δεν ξέρω αν ήταν το φεγγάρι ή τα φώτα του ταξί που έπεφταν πάνω τους, όμως βλέπαμε τα πάντα: πολύ νέοι όλοι τους, με σιδερολοστούς οι περισσότεροι στα χέρια, άλλοι με καδρόνια ή σπασμένα μπουκάλια, ντυμένοι με σκισμένα τζήν και φανελάκια, με τις φράτζες να πέφτουν μέσα στα μάτια τους και το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος.
Έλεγα πως απο στιγμή σε στιγμή θα περικυκλώσουν το αμάξι μας και θα αρχίσουν να το κοπανάνε με τους λοστούς όλοι μαζί , μέχρι να μας τραβήξουν έξω απο τα μισοδιαλυμένα παράθυρα και να μας σακατέψουν στο ξύλο, αφου μας γδύσουν απ ο,τι πολύτιμο κουβαλούσαμε πάνω μας.
Εκείνοι όμως δεν μας έδιναν καμμία σημασία, αμίλητοι και σοβαροί ,συνέχιζαν με σταθερό βήμα την πορεία προς την 'δουλειά' τους, και μιας και εμείς δεν είμασταν μέρος αυτής δεν τους ενδιαφέραμε διόλου.
Χρόνια πέρασαν απο τότε και ζώντας εδώ κατάλαβα πως ,αν είχαμε κάποια αλληλεπίδραση εκείνη τη νύχτα, πιο πιθανό θα ήταν να μας ζητούσαν συγνώμη που μας καθυστέρησαν παρά να μας έκαναν οποιοδήποτε κακό.
Είναι τέτοιο το μέρος, βλέπεις, που νιώθεις ελεύθερος: κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς αδιάκριτα μάτια και αποδοκιμαστικά βλέμματα να πέφτουνε πάνω σου. Όλοι κοιτάν τις ασχολίες τους.
Είναι τέτοιο το μέρος που νιώθεις αόρατος: αδιάφορος και ασήμαντος, σχεδόν άυλος, τόσο που νομίζεις πως, αν δεν παραμερίσεις στο δρόμο πρώτος, οι περαστικοί θα περάσουν απο μέσα σου.
Είναι τέτοιο το μέρος που ούτε καν ο πόνος του διπλανού δεν συγκινεί: κανείς δεν θέλει να ανακατεύεται με κάτι που δεν είναι χρέος και δουλειά του να ανακατευτεί.
Κι εκείνοι οι νεαροί σπουδαστές τεχνικών σχολών που χανε κλείσει ραντεβού μες τη νύχτα να αλληλοσκοτωθούν με τους μισητούς σπουδαστές κάποιας άλλης σχολής, ενα είδος συχνής αντιπαλότητας εδω, δεν είχαν καμμία διάθεση να παρεκκλίνουν απο την πορεία τους και να ξοδέψουν χρόνο και ενέργεια κάπου αλλού. Δεν ασχολήθηκαν λοιπόν με μας και το ταξί μας.
Η βία τους δεν ήταν μια τυφλή αυθόρμητη παράλογη βία άγριας χαράς που μπορούσε να απευθυνθεί στον οποιονδήποτε. Ήταν μια υπολογισμένη βία ηθικού κώδικα.
Κι η τρυφερότητα τους. Υπολογισμένη συχνά κι αυτή, μόνο προς εκείνους που ναι κομμάτι του κοινωνικού πλαισίου που τους δόθηκε και που τους ανήκει.
Τις επόμενες μέρες έψαξα τις εφημερίδες: δύο νεκροί, εννιά τραυματίες

Wednesday, July 6, 2016

29. Παχαίνοντας


'Σ αυτήν την χώρα η κυταρρύτιδα είναι άγνωστη!' 'Κοιλιακοί σκληροί σαν πέτρα!'
Εκθειαστικά σχόλια απο τουρίστες και εξπάτ, για τα σώματα των εδω κοριτσιών και αγοριών, που φτάναν στα αυτιά του με μεγάλη συχνότητα κάποτε. Πολλή δουλειά σε χωράφια και εργοστάσια βλέπεις κι ούτε χρόνος να ξαποστάσεις λίγο. Βραστό ρύζι, σούπες, λαχανικά, φρούτα , λίγο κρέας η διατροφή του κόσμου τότε. Πολλοί θα θελαν να πίνουν περισσότερα απο αυτά τα χρωματιστά αναψυκτικά, τους έτρεχαν τα σάλια με το δυτικό φαγητό αλλά δεν είχαν την πολυτέλεια να τρώνε τέτοια συχνά. Σκεφτόταν πως ήταν όντως όμορφα τα σώματα, πολύ υγιεινές οι τροφές τους αλλά υπήρχε κι ενα τίμημα που πλήρωναν: μακάρι να ευχαριστιόνταν το φαγητό και το ραχάτι όπως θα ήθελαν κι ας στρογγύλευαν λίγο.
Είκοσι χρόνια μετά, είναι ικανοποιημένος. Οι νέοι άνθρωποι τριγύρω έχουν σαφώς μια πιο γεμάτη φιγούρα. Τα πόδια των γυναικών δεν μοιάζουν πια με κλαράκια έτοιμα να σπάσουν, οι γοφοί τους έχουν γεμίσει κι ας δυσανασχετούν οι προηγούμενοι θαυμαστές που γκρινιάζουν τώρα πως οι ντόπιες εχουν γεμίσει με σκεμπεδες και λίπη. Η κυταρρίτιδα είναι ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σχεδόν όλες πια. Τα αγόρια , πιο εύκολα, κρατάνε ακόμα τη φόρμα τους, αλλά , για να ναι οι κοιλιακοί πέτρα τώρα, πρέπει να ναι σχεδόν παιδιά.
Καθώς περνάνε άλλα δέκα χρόνια βρίσκεται να διδάσκει μια τάξη δημοτικού. Μπαίνοντας στην αίθουσα για πρώτη φορά βλέπει τους μαθητές του, σε μια ηλικία λίγο πρίν την εφηβεία, καθισμένους να τον περιμένουν. Σηκώνονται αμέσως σε τυπική ένδειξη σεβασμού και σχεδόν σοκάρεται. Το ενα τρίτο απο αυτούς είναι βαρύτεροι απο κείνον, παιδιά τεράστια σε μέγεθος, ανοικονόμητες μάζες απο ατσούμπαλο λίπος, μ ενα ασύμμετρο σώμα και κεφάλι που μοιάζει μικροσκοπικό. Θέμα τύχης ;
Τις επόμένες μέρες κοιτάζει κι άλλες τάξεις και παντού επικρατεί μια παρόμοια κατάσταση. Μα πως φτάσαμε ως εδώ , πως και δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος ;
Ρωτάει τις τάξεις του: 'ποιό φαγητό σας αρέσει περισσότερο ; ' Οι απαντήσεις που παίρνει : τηγανητές πατάτες, πίτσα, μακαρόνια, ΚFC, μπέργκερς .
Σκέφτεται πως υπάρχει ενα τίμημα που αυτά τα παιδιά πληρώνουν. Πληρώνουν για κάθε φορά που κάποτε πείνασαν οι γονείς τους.

Thursday, June 2, 2016

28. Περί χαριτωμένης βίας


Τράπεζες με χαλαρή ατμόσφαιρα, με πολύ χαμογελαστούς υπαλλήλους, με το γαλάζιο και το ρόζ φορές φορές να κυριαρχούν, συχνά διακοσμημένες με μπαλόνια και φατσούλες αστείων ηρώων κόμιξ. Σε μια χώρα που εκατομμύρια άνθρωποι δυσκολεύονται κάθε μήνα να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων τους, ένα ζαχαρένιο σύννεφο παιδιάστικης ελαφρότητας περιτυλίγει το κάτεργο. κι η αλυσίδα που τους σκλαβώνει είναι πολύχρωμη και χαριτωμένη. 
Τάνκς που πάλι κατεβαίνουν στους δρόμους. Σε κάθε γωνία, μπροστά απο κάθε κεντρικό μνημείο, έξω απο κάθε μεγάλο υπουργείο, οπλισμένοι στρατιώτες. Έρχεται τότε εκείνος ο κλόουν κι αρχίζει να φυτεύει λουλούδια στα όπλα τους, να τους φοράει κορδελάκια στα μαλλιά, και να καρφιτσώνει στα ρούχα τους αστείες κονκάρδες καθώς φωτογραφίζεται μαζί τους μέσα στο κέφι και τη χαρά. Κι έτσι γίνεται ο φόβος χαριτωμένος κι αυτός.
Νεαρές κοπέλες που κοιμούνται για λεφτά με αποκρουστικούς συχνά εξηντάρηδες. Δεν ανοίγουν απλά όμως τα πόδια τους, ουδέτερες, μην μπορώντας να κρύψουν οτι ελπίζουν ο πελάτης τους να τελειώσει γρήγορα και να τις αφήσει ελεύθερες . Σε όλη τη διάρκεια δείχνουν χαρούμενες, ευτυχισμένες, γεμάτες σκέρτσο και νάζι, γλυκειές σαν να είναι ερωτευμένες. Ένα είδος έμμεσου βιασμού που πρέπει να τον δεχθούν χαριτωμένα κι έτσι να γίνει χαριτωμένος κι αυτός.
Στο σχολείο. Η ντόπια δασκάλα-βοηθός χτυπάει με δύναμη τις παλάμες μερικών παιδιών μ ενα χάρακα κι όλη η τάξη βουβαίνεται. Έχει τυλίξει τον χάρακα αυτόν με στρώσεις απο κολλητική ταινία για να τον κάνει πιο φαρδύ και τσουχτερό αλλά όχι τόσο αιχμηρό ωστέ να προκαλέσει πληγές. και σε όλο το μήκος του έχει κολλήσει μια ντουζίνα μικρά αυτοκόλλητα, καρδούλες και λουλουδάκια. Τα όργανα πόνου μπορεί να ναι κι αυτά χαριτωμένα. 
Ο Αμερικάνος δάσκαλος αγγλικών μπορεί τώρα να συνεχίσει το μάθημα του απρόσκοπτα και , σαν να ήταν κρεατοφάγος με ευαισθησίες που απολαμβάνει τα διάφορα κοψίδια αλλά ποτέ δεν θα έσφαζε ζώα ο ίδιος, αφήνοντας άλλους να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, χαίρεται κατά βάθος που τα παιδιά ξυλοκοπήθηκαν και μπορεί να διδάξει τώρα μέσα σε ησυχία. 
Καθώς τα σκέφτεται όλα αυτά του διαφεύγει λίγο πως όλη αυτή η βία δεν απεικονίζεται χαριτωμένα μόνο για να συγκαλυφθεί και να εξωραιστεί. Το χαριτωμένο υπάρχει κι ως ένδειξη πως η αλυσίδα δεν υπάρχει εδώ όπως ακριβώς την ξέρει αυτός, ο φόβος εδώ δεν είναι ακριβώς ο φόβος όπως αυτός τον έχει γνωρίσει, ο βιασμός δεν είναι αυτό που ξέρει για βιασμό, ο πόνος ακόμα κι αν βιώνεται το ίδιο σωματικά δεν εκλαμβάνεται εδώ ώς πόνος-κακοποίηση της ατομικότητάς σου. 
Η βία βλέπεις δεν είναι η ίδια όταν δεν ορίζεται και δεν γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Για αυτό μπορεί και πιο εύκολα να είναι χαριτωμένη, αντανακλώντας ενα διαταραγμένο κοινωνικό συμβόλαιο, μια ακατανόητη, παράδοξη για τα δυτικά μάτια, συναίνεση.

Sunday, April 24, 2016

27. Συνάλλαγμα


Πηγαίνω, για να αλλάξω κάτι χρήματα που έχω, σ' ενα μικρό υποκατάστημα ανταλλακτηρίου που φημίζεται οτι δίνει τις καλύτερες ισοτιμίες.
Είμαι ο μοναδικός ξένος σε μια τεράστια ουρά ανθρώπων που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Μετράω: είναι περίπου ογδόντα άτομα.
Σκέφτομαι πως κάθε φορά που έρχομαι εδώ βρίσκω την ουρά και πιο μεγάλη. Λες και αυξάνονται οι άνθρωποι που χουν λεφτά στα χέρια τους, ενα ψέμα άραγε, μια πραγματικότητα ; Οτι η μεσαία τάξη αυγατίζει, οτι ένα κομμάτι του λαού συνεχίζει να δραπετεύει σιγά σιγά απ τη φτώχεια κι αρχίζει να ζει καλύτερα. Γυρίζω με το μυαλό μου ακόμα πιο πίσω, όταν είχα πρωτοέρθει εδώ: σπάνια έβρισκες τότε κάποιον ντόπιο που είχε βγεί απ τη χώρα, όταν σήμερα όλοι τριγύρω σου ταξιδεύουν.
Παρατηρώ πως ούτε ένας απο όσους αλλάζουν λεφτά δεν μοιάζει να πηγαίνει σε κάποια φτωχή χώρα. Όλοι τους διαλέγουν τα πλούσια, αναπτυγμένα μέρη για τις διακοπές τους. Έχοντας ζήσει κάποιοι απο αυτούς πολύ στριμωγμένα κάποτε , κι έχοντας όλοι τους πολλές παραστάσεις υπανάπτυξης, ελκύονται απο οτιδήποτε 'εξελιγμένο'. Απο τους καθαρούς δρόμους, τα καινούρια πολυόροφα κτίσματα, τα μεγαλά εμπορικά, τα σικάτα μαγαζιά, τους περιποιημένους και καλοντυμένους ανθρώπους γύρω τους. Αν κάποτε αυτός ο τόπος όντως 'αναπτυχθεί', έστω κι αν αυτό μοιάζει μάλλον απίθανο, τότε υποθέτω πως οι ντόπιοι θα κάνουν τουρισμό σε τριτοκοσμικές χώρες, αποζητώντας τις εικόνες της φτώχειας, τις τόσο όμορφες και γραφικές, τις τόσο ελκυστικές φωτογραφικά, που θα τους λείπουν στην καθημερινή τους ζωή.
Δεκάδες άνθρωποι μα η ουρά είναι συμπυκνωμένη σε μερικά μόλις μέτρα. Παράλογα ο καθένας τους στριμώχνεται πίσω απ τον άλλον, για να έχουν την ψευδαίσθηση , βρισκόμενοι πιο κοντά στο ταμείο, οτι η σειρά τους θα έρθει γρηγορότερα.
Μπροστά μου μια σαραντάρα φτιάχνει ενα μάτσο απο χρήματα που προτίθεται να αλλάξει βγαζοντάς τα απ τις σελίδες ενός βιβλίου που τα είχε κρυμμένα. Δεν είναι τοπικό νόμισμα, είναι δολάρια που προφανώς της περίσσεψαν απ το προηγούμενο ταξίδι, κάθε ενα και χαρτονόμισμα των εκατό. Στο τέλος μαζεύει εναν ογκώδη μάτσο απο αυτά τα εκατονταδόλαρα. Μα πού τα βρήκε τόσα λεφτά;
Χάνομαι λίγο στις σκέψεις μου και μετά αρχίζω πάλι να παρατηρώ τους ανθρώπους που στέκονται υπομονετικά μπροστά μου.
Κάθε τέσσερα άτομα τα τρία είναι γυναίκες. Κάποτε θα λεγα πως τίποτε δεν έχει αλλάξει. Οι άντρες δουλεύουν, οι γυναίκες που κάθονται σπίτι είναι πιο εύκαιρες να τρέξουνε λίγο για να αλλάξουνε χρήματα για το επικείμενο οικογενειακό ταξίδι. Ξέρω όμως πως δεν είναι έτσι. Οι γυναίκες, καλά  καταρτισμένες, ανταγωνιστικές ήδη απο την εποχή του σχολείου, προσηλωμένες στις καριέρες γραφείου ή στις επιχειρήσεις τους, έχουν αρπάξει τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν και σιγά σιγά σαρώνουν επαγγελματικά. Την περίοδο διακοπών ταξιδεύουν συνήθως με τις φίλες τους, στα μαγικά πλούσια μέρη που ήθελαν να πάνε απο παιδιά, κατάλληλα για ψώνια και εκδρομές σε αξιοθέατα.
Η ουρά κονταίνει.
Όλα αυτά ανόητες σκέψεις, ανόητα συμπεράσματα που προσπαθούν να δώσουν μορφή σε μια σύμπτωση, να εκμαιεύσουν μια γενική εικόνα πίσω απο ένα τυχαίο ετερόκλητο πλήθος που αν κάτι εκφράζει με σιγουριά, είναι τις προπαρασκευασμένες ιδέες που βρίσκονται στο κεφάλι του παρατηρητή.
Η γυναίκα μπροστά μου δεν έχει τί να κάνει και αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο που προηγουμένως έκρυβε τα δολάρια.
Σκύβω, κοιτάζω λίγο, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη ζωή και το έργο ενός μοναχού.
Μετράω: προηγούνται απο μένα ακόμα άλλοι εικοσιέξι!



Wednesday, March 30, 2016

26. Μια μικρή διαδρομή


Ανεβαίνω στο μηχανάκι ταξί κι ως συνήθως ο οδηγός δεν μου δίνει να φορέσω κράνος. Γίνονται πολλά ατυχήματα σε αυτούς τους δρόμους αλλά δεν βαριέσαι! Ούτε τρία χιλιόμετρα απόσταση δεν είναι! Καθώς ξεκινάμε , προχωρώντας με ελιγμούς μέσα στην κίνηση, δεν μπορώ να μην σκεφτώ παρ όλα αυτά πως τα σχεδόν δεκα χρόνια που βρίσκομαι εδώ, όλες αυτές οι μικρές διαδρομές που χω κάνει έτσι, εντελώς απροστάτευτος, πρέπει να ισοδυναμούν συνολικά με πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα.
Άραγε να παραμονεύει κάπου και η δική μου η ώρα;  Νά, ίσως εδώ, στην επόμενη στροφή!
Μια στιγμιαία ανασφάλεια. Σαν να χάνω λίγο την ισορροπία μου και σφίγγω γερά τον οδηγό για να μην πέσω. Πρίν λίγα λεπτά κοιταζόμασταν στα μάτια σχεδόν σαν εχθροί μην μπορώντας να συμφωνήσουμε στην ταρίφα αλλά τώρα που κολλάω σχεδόν πάνω του και νιώθω το παχύσαρκο σώμα του να πάλεται καθώς ανασαίνει βαριά, απηυδυσμένο απο τη ζέστη και το καυσαέριο, νιώθω ένοχος που παζάρεψα τόσο την τιμή και αισθάνομαι μια αλλόκοτη τρυφερότητα για κάποιον που θα μπορούσε να είναι ενας ανθρωπος δικός μου. Δεν ξέρω πιά αν γραπώνω το τσακισμένο απ την κούραση σώμα για να στηριχθώ ή το αγκαλιάζω.
Κι έπειτα ξεχνιέμαι για λίγο και χαζεύω όλες αυτές τις γνώριμες εικόνες που περνάν απο δίπλα μου, μιας πόλης που φορές φορές φοβάμαι πως εχω αρχίσει να μισώ γιατί ναι, είναι άσχημη, πνιγμένη μες το μπετόν, αλλά ακόμα αγαπάω: τα καροτσάκια με τους πωλητές που πουλάνε νούντλς, τους ανθρώπους που καρτερικά περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκουν ανακούφιση κάτω απο κάποιον ίσκιο. Στα ρουθούνια μου πάντα αυτή η απροσδιόριστη, εθιστική μυρωδιά! Ίσως να ναι το τσίλι , ο βασιλικός και η σόγια που καίγονται μέσα σε κάποιο γουόκ καθώς το φαί ετοιμάζεται.
Έχω ανέβει χιλιάδες φορές αλήθεια σ αυτά τα μηχανάκια. Ποιά να ταν άραγε ή πρώτη φορά; Κάπου εκεί θα ταν , στην αρχή, τον καιρό που όλα έμοιαζαν γύρω τόσο παράξενα, τόσο μαγικά και δεν το ήξερα τότε αλλά ήμουν ακόμα παιδί.
Τότε που η πόλη ήταν ακόμα άγνωστη, και σε κάθε γωνία με περίμενε κάτι υπέροχο και επίφοβο που έπαιρνε σχήμα μες το σκοτάδι.
Και το πρώτο κορίτσι.
Με πήρε θυμάμαι απ το χέρι και με οδήγησε μέσα απο πολύβουα παζάρια με αλλόκοτα εξωτικά φρούτα στο φτωχικό του δωμάτιο. Κι αφού το χόρτασα και έπεσα μετά σε λήθαργο , ξύπνησα για να ανακαλύψω οτι με κοίταζε , ποιός ξέρει για πόση ώρα καθώς είχα τα μάτια κλειστά, και πως είχε πλύνει, την ώρα που κοιμόμουν, τα ταλαιπωρημένα παπούτσια μου και τα χε βάλει να στεγνώσουν στον ήλιο!
Άραγε σήμερα που δεν κρύβεται πια για μένα εδώ κανένα μυστήριο παρά μια πεζότητα, μια ισοπεδωτική κανονικότητα που λειώνει ράθυμα μέσα στον καύσωνα, μήπως περιμένω ενδόμυχα να είναι άγρια και αναπάντεχη η επόμενη στροφή ;
(Μάθε μου πως καθαρίζεις τον ανανά χωρίς να τον κόψεις φέτες
Μάθε μου πως πλέκεις εκείνες τις μακριές πλεξούδες που κουνιούνται πέρα δώθε καθώς τα κοριτσάκια τρέχουν ανέμελα
Μάθε μου πως φτιάχνεις τις λουλουδένιες γιρλάντες που κρέμονται στους καθρέφτες των αυτοκινήτων και στους βωμούς
Μάθε μου πως να τρώω με ξυλάκια. Θέλω να το ξεχάσω για να μου το μάθεις ξανά!
Πήγαινέ με στον ναό που βρίσκεται δίπλα στο κανάλι να ταίσουμε τα γιγάντια γατόψαρα. Με τα πρώτα ψίχουλα που πέφτουν μες το νερό μαζεύονται κατά δεκάδες χοροπηδώντας!)
Η επόμενη στροφή είναι όμως όπως πάντα ήσυχη.
Φτάνουμε στον προορίσμό μας. Κατεβαίνω απο το μηχανάκι και ο οδηγός με κοιτάξει χαρούμενα κι έκπληκτα καθώς του δίνω τα διπλάσια απο όσα είχαμε συμφωνήσει χώρις να ξέρει πως και λίγα ήταν γιατί , αθελά του, δεν με έφερε πίσω στον βαρετό μου διαμέρισμα αλλά με πήγε ενα ταξίδι πίσω στο χρόνο.




 

Tuesday, January 19, 2016

25. Τσιρλίντερς


Ο Δυτικός, που διδάσκει αγγλικά για πρώτη χρονιά εδώ, σχεδόν σοκάρεται.
Στις εκδηλώσεις του σχολείου για την ημέρα του αθλητισμού έχουν ντύσει μια ομάδα, απο εννιάχρονες και δεκάχρονες μαθήτριες, τσιρλίντερς, που χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής και των ταμπούρλων ενθαρρύνοντας τα παιδιά-αθλητές που παίρνουν μέρος στους αγώνες.
Τα κοριτσάκια έχουν το μαλλί σηκωμένο ψηλά, είναι βαριά μακιγιαρισμένα , και φοράνε μόνο κάτι τοσοδούλικα μπρά και μίνι φτιαγμένα απο χαρτί εφημερίδων, και δικτυωτά καλσόν που καταλήγουν σε ψηλοτάκουνα.
Εντούτοις, πέρα απο τον Δυτικό δάσκαλο, κανείς άλλος δεν δείχνει να ενοχλείται απο την αμφιεσή τους. Οι γονείς των κοριτσιών τη βρίσκουν απόλυτα φυσιολογική, αθώα και χαριτωμένη.
Ο Δυτικός δυσκολεύεται να εξηγήσει στους άλλους δασκάλους που είναι το πρόβλημα.
Αν υπαινιχθεί οτι τα παιδιά είναι ντυμένα με σεξουαλικό τρόπο θα είναι αυτός που θα φέρει την ενοχή του να βλέπει μια παιδική μεταμφίεση  'πονηρά', κοιτάζοντας ουσιαστικά ,ο ίδιος, τα παιδιά σεξουαλικά.
Αν υπαινιχθεί οτι τα παιδάκια δεν είναι καλό να διδάσκονται, ειδικά σ αυτή την ηλικία, ρόλους σεξουαλικών αντικειμένων και να ντύνονται έτσι, τότε πάλι οι ντόπιοι δάσκαλοι θα απορήσουν: δίνει πολλή μεγάλη σημασία σ' ένα παιχνίδι που ,σαν ενα είδος καρναβαλιού, υποκαθιστά την ημέρα της γιορτής και μόνο στο επίπεδο της φαντασίας κάτι που δεν μπορεί να εκφραστεί στην πραγματικότητα. Λίγα λοιπόν ως τίποτε θα σημάνει για την εξέλιξη των κοριτσιών, κι απόδειξη είναι πως οι Δυτικές ως ενήλικες ντύνονται πολύ συχνότερα απο τις δικές τους κοπέλες με παρόμοιους τρόπους.
Στο κάτω κάτω αυτό το ενδυματολογικό στύλ απο τη Δύση το εισαγάγανε , αυτή τους το μετέδωσε πολιτισμικά και τώρα ποιός ο λόγος να διαμαρτύρεται μέσω αυτού του δασκάλου; Διαμαρτύρονται δηλαδή οι Δυτικοί για την δική τους την κουλτούρα που εκείνοι απλώς αντέγραψαν και στιγμιαία καθρέφτησαν ,εντελώς αθώα, πάνω στα ανήλικα;
Οι γονείς των κοριτσιών φωτογραφίζουν ασταμάτητα και με περηφάνεια. Κι αν κατά λάθος ,πάνω στο χορό, κάποιο ρούχο σχιστεί και το σώμα μιας μαθήτριας φανεί λίγο περισσότερο , όλοι γελάνε χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Είναι απλώς ένα παιδί.

Tuesday, January 5, 2016

24. Ζωές Δυτικών


Ο θρύλος λέει πως όσοι Δυτικοί επιλέγουν να γίνουνε μόνιμοι κάτοικοι εδώ σύντομα παραλύουν. Το μέρος έχει μοναδική ικανότητα στο να τους αποκοιμίζει.
Μετά απο λίγα χρόνια είναι ανίκανοι πια να κάνουν το παραμικρό.
Τα μίνι μάρκετς δυο βήματα απο εκεί που μένουν, πουλάνε τα πάντα κι είναι ανοιχτά 24 ώρες.
Το φαγητό έξω πάμφθηνο, κόστίζει σχεδόν όσο αν το μαγείρευαν στο σπίτι. Οι περισσότεροι δεν μαγειρεύουν ποτέ.
Τα φαρμακεία πουλάνε τα πάντα χωρίς συνταγή γιατρού. Τρέχουν στους γιατρούς μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις.
Ναρκωτικά, αναβολικά και βιάγκρα βρίσκονται επίσης χωρίς κανένα κόπο.
Δίνουν τα ρούχα τους συνήθως αλλού, για πλύσιμο και σιδέρωμα.
Τα μηχανάκια -ταξί, με ελάχιστο αντίτιμο ,τους απαλλάσσουν απ την υποχρέωση να περπατήσουν μικρές διαδρομές μες τη ζέστη. Καταλήγουν να τα παίρνουν ακόμα και για 400 μέτρα.
Όσοι δουλεύουνε δάσκαλοι αγγλικών, οι περισσότεροι δηλαδή, το πολύ πολύ να διδάξουν 20 ώρες τη βδομάδα. Η ώρα περνάει εύκολα: βάζουν τα παιδιά πότε να αντιγράψουν, πότε να ζωγραφίσουν, κι εκείνοι παίζουν με το κινητό τους στην έδρα. Κανένας δεν τους ελέγχει, κανένας δεν τους πιέζει.
Έχουν μάλιστα 3,5 μήνες διακοπές τον χρόνο που αρκετοί απο αυτούς τις πληρώνονται.
Οι υπόλοιποι δουλεύουν σε δουλειές που έχουν ανάλογα χαλαρούς ρυθμούς και δεν απαιτούν καν απο εκείνους να μάθουν την τοπική γλώσσα. Μετά απο δεκαπέντε χρόνια διαμονής στη χώρα μπορεί να μην έχουν μαθει ούτε εκατό τοπικές λέξεις και δεν αισθάνονται διόλου δυσλειτουργικά.
Δεν τους απασχολούν και πολύ οι νόμοι. Ξέρουν ,πως ένα χαρτονόμισμα θα διαγράψει κάθε μικροπαρανομία και πολλά χαρτονομίσματα θα διαγράψουν τις μεγαλύτερες.
Η κοινωνία τους αποκλείει απο οποιεσδήποτε συλλογικές διαδικασίες κι αυτοί δέχονται τον αποκλεισμό μάλλον με ανακούφιση: δεν μπορούν να έχουν λόγο για τις ντόπιες πολιτικές υποθέσεις κι έτσι βρίσκουν δικαιολογία ωστέ να μην τους καίγεται καρφί για όσα συμβαίνουν στη χώρα.
Πηγαίνουν απο πάρτυ σε πάρτυ καταναλώνοντας τόνους φτηνού αλκοόλ.
Οι άντρες μπορούν να έχουν ντουζίνες απο νεαρές ντόπιες ( ή νεαρούς ντόπιους ,ανάλογα με τις προτιμήσεις τους), άσχετα απο την εμφανισή τους, χωρίς συνήθως να καταβάλλουν την οποιαδήποτε προσπάθεια τις έχουν στο κρεβάτι τους λίγες ώρες μετά που τις γνώρισαν. Τα λεφτά τους, το κοινωνικό στάτους τους, η αίγλη που ασκούνε ως Δυτικοί αρκούν.
Δεν είναι πλούσιοι ούτε κατά διάνοια αλλά τα λεφτά τους έχουν μια αγοραστική αξία αρκετή ωστέ να μην στερούνται τίποτε, να περνάνε ξέγνοιαστα και να νοικιάζουν ενα διαμέρισμα σε πολυκατοικία με γυμναστήριο και πισίνα.
Και τα χρόνια περνούν χωρίς εκείνοι να καταβάλλουν τον ελάχιστο κόπο.
Είναι ένας ευχάριστος ύπνος αναμφίβολα. Καθώς βυθίζονται ολοένα στην παθητικότητα δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις , γιατί το μόνο που έχεις να αντιπαραβάλλεις στο λάιφστάιλ τους είναι ο κτηνώδης ανταγωνισμός , το άγχος και η καθημερινή πίεση που κυριαρχούν στη δύση κι εκείνοι , σοφά ίσως, άφησαν πίσω.
Επιπροσθέτως κάτι παράξενο συμβαίνει. Έχοντας ζήσει μια ζωή με τόσα προνόμια και ανέσεις καταλήγουν συχνά να νιώθουν κουρασμένοι, μόνοι, αποκλεισμένοι, πικραμένοι και ,κυρίως, εξαπατημένοι.
(Σαν να μετάνιωσαν που αποκοιμήθηκαν. Σαν το μέρος τελικά να τους μάσαγε ύπουλα όλα αυτό τον καιρό και να τους έφτυσε στο τέλος γέρους, γυμνούς κι ανάξιους έξω, στον καυτό ήλιο.)
Το μόνο γιατρικό τους ένα ακόμα ποτό.