Sunday, April 24, 2016

27. Συνάλλαγμα


Πηγαίνω, για να αλλάξω κάτι χρήματα που έχω, σ' ενα μικρό υποκατάστημα ανταλλακτηρίου που φημίζεται οτι δίνει τις καλύτερες ισοτιμίες.
Είμαι ο μοναδικός ξένος σε μια τεράστια ουρά ανθρώπων που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Μετράω: είναι περίπου ογδόντα άτομα.
Σκέφτομαι πως κάθε φορά που έρχομαι εδώ βρίσκω την ουρά και πιο μεγάλη. Λες και αυξάνονται οι άνθρωποι που χουν λεφτά στα χέρια τους, ενα ψέμα άραγε, μια πραγματικότητα ; Οτι η μεσαία τάξη αυγατίζει, οτι ένα κομμάτι του λαού συνεχίζει να δραπετεύει σιγά σιγά απ τη φτώχεια κι αρχίζει να ζει καλύτερα. Γυρίζω με το μυαλό μου ακόμα πιο πίσω, όταν είχα πρωτοέρθει εδώ: σπάνια έβρισκες τότε κάποιον ντόπιο που είχε βγεί απ τη χώρα, όταν σήμερα όλοι τριγύρω σου ταξιδεύουν.
Παρατηρώ πως ούτε ένας απο όσους αλλάζουν λεφτά δεν μοιάζει να πηγαίνει σε κάποια φτωχή χώρα. Όλοι τους διαλέγουν τα πλούσια, αναπτυγμένα μέρη για τις διακοπές τους. Έχοντας ζήσει κάποιοι απο αυτούς πολύ στριμωγμένα κάποτε , κι έχοντας όλοι τους πολλές παραστάσεις υπανάπτυξης, ελκύονται απο οτιδήποτε 'εξελιγμένο'. Απο τους καθαρούς δρόμους, τα καινούρια πολυόροφα κτίσματα, τα μεγαλά εμπορικά, τα σικάτα μαγαζιά, τους περιποιημένους και καλοντυμένους ανθρώπους γύρω τους. Αν κάποτε αυτός ο τόπος όντως 'αναπτυχθεί', έστω κι αν αυτό μοιάζει μάλλον απίθανο, τότε υποθέτω πως οι ντόπιοι θα κάνουν τουρισμό σε τριτοκοσμικές χώρες, αποζητώντας τις εικόνες της φτώχειας, τις τόσο όμορφες και γραφικές, τις τόσο ελκυστικές φωτογραφικά, που θα τους λείπουν στην καθημερινή τους ζωή.
Δεκάδες άνθρωποι μα η ουρά είναι συμπυκνωμένη σε μερικά μόλις μέτρα. Παράλογα ο καθένας τους στριμώχνεται πίσω απ τον άλλον, για να έχουν την ψευδαίσθηση , βρισκόμενοι πιο κοντά στο ταμείο, οτι η σειρά τους θα έρθει γρηγορότερα.
Μπροστά μου μια σαραντάρα φτιάχνει ενα μάτσο απο χρήματα που προτίθεται να αλλάξει βγαζοντάς τα απ τις σελίδες ενός βιβλίου που τα είχε κρυμμένα. Δεν είναι τοπικό νόμισμα, είναι δολάρια που προφανώς της περίσσεψαν απ το προηγούμενο ταξίδι, κάθε ενα και χαρτονόμισμα των εκατό. Στο τέλος μαζεύει εναν ογκώδη μάτσο απο αυτά τα εκατονταδόλαρα. Μα πού τα βρήκε τόσα λεφτά;
Χάνομαι λίγο στις σκέψεις μου και μετά αρχίζω πάλι να παρατηρώ τους ανθρώπους που στέκονται υπομονετικά μπροστά μου.
Κάθε τέσσερα άτομα τα τρία είναι γυναίκες. Κάποτε θα λεγα πως τίποτε δεν έχει αλλάξει. Οι άντρες δουλεύουν, οι γυναίκες που κάθονται σπίτι είναι πιο εύκαιρες να τρέξουνε λίγο για να αλλάξουνε χρήματα για το επικείμενο οικογενειακό ταξίδι. Ξέρω όμως πως δεν είναι έτσι. Οι γυναίκες, καλά  καταρτισμένες, ανταγωνιστικές ήδη απο την εποχή του σχολείου, προσηλωμένες στις καριέρες γραφείου ή στις επιχειρήσεις τους, έχουν αρπάξει τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν και σιγά σιγά σαρώνουν επαγγελματικά. Την περίοδο διακοπών ταξιδεύουν συνήθως με τις φίλες τους, στα μαγικά πλούσια μέρη που ήθελαν να πάνε απο παιδιά, κατάλληλα για ψώνια και εκδρομές σε αξιοθέατα.
Η ουρά κονταίνει.
Όλα αυτά ανόητες σκέψεις, ανόητα συμπεράσματα που προσπαθούν να δώσουν μορφή σε μια σύμπτωση, να εκμαιεύσουν μια γενική εικόνα πίσω απο ένα τυχαίο ετερόκλητο πλήθος που αν κάτι εκφράζει με σιγουριά, είναι τις προπαρασκευασμένες ιδέες που βρίσκονται στο κεφάλι του παρατηρητή.
Η γυναίκα μπροστά μου δεν έχει τί να κάνει και αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο που προηγουμένως έκρυβε τα δολάρια.
Σκύβω, κοιτάζω λίγο, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη ζωή και το έργο ενός μοναχού.
Μετράω: προηγούνται απο μένα ακόμα άλλοι εικοσιέξι!