Tuesday, November 15, 2016

31. Ο κινέζικος ναός


Είναι ένας κινέζικος ναός, κάπου δίπλα στο ποτάμι.
Μπήκα μια μέρα μέσα, τίποτε ιδιαίτερο, κόκκινο παντού, οι ίδιοι γνώριμοι θεοί με τα άσπρα κολιέ στο λαιμό, τα κεριά, οι βωμοί με τις προσφορές, οι δράκοι που ξετυλίγονται στους στύλους και τις οροφές.
Ήταν όμως κι ένας φροντιστής εκεί, γέρος πολύ και σκυφτός, που μόλις με είδε απο μακρυά τα μάτια του έλαμψαν απο ενθουσιασμό κι έπιασε να έρχεται προς το μέρος μου κάνοντας έντονες χειρονομίες και ξεφωνίζοντας: 'περάστε, περάστε κύριε!' Με πήρε κι άρχισε να με τραβάει απο δω κι απο κεί δείχνοντάς μου ένα ένα τα αγάλματα του ναού.' 'Βγάλτε μια φωτογραφία εδώ! Και μία εδώ! Κοιτάξτε κι αυτό!' Η δουλικότητά του μου ήταν φορτική, με ζάλιζε έτσι που σχεδόν χοροπηδούσε τριγύρω μου με ψεύτικο χαμογελό και προσποιητό ενδιαφέρον, μα όταν είπα ευχαριστώ κι έκανα να φύγω εκείνος τινάχτηκε ξαφνικά και μ' έπιασε απο το μπράτσο μ' ένα κοκκαλιάρικο χέρι σαν τανάλια. 'Δωρεά! Πρέπει να κάνετε κάποια δωρεά!' έσκουξε.
Έβαλα όλη μου τη δύναμη για να απεγκλωβιστώ, τα δαχτυλά του μου είχαν αφήσει ένα σημάδι που θα έφευγε μετά απο μια βδομάδα, και τάχυνα το βήμα μου, σχεδόν έτρεξα για λίγο , ενώ τον άκουγα απο πίσω μου λαχανιασμένο να στριγκλίζει: 'Δωρεά! Δωρεά!'
Συνήθως επισκέπτομαι κάθε μέρος δυο και τρείς φορές αλλά, όποτε τα βηματά μου με έφερναν πρός τα κεί, τον θυμόμουν και δεν έμπαινα μέσα. Αποφάσισα να διαβώ το κατώφλι τρία χρόνια μετά.
Το πρώτο που έκανα ήταν να τον ψάξω με το βλέμμα μου αλλά, ευτυχώς, δεν ήταν εκεί.
 Έριξα πάλι μια ματιά στο ναό, Τίποτε δεν είχε αλλάξει, έμοιαζε όμως διαφορετικός χωρίς εκείνον να μπλέκεται στα πόδια μου με τις νευρικές κινήσεις του και τις κραυγές ενθουσιασμού του.
Λες να πέθανε; αναρωτήθηκα και μια απρόσμενη παγωνιά σαν να εισχώρησε ξαφνικά απο τα παράθυρα. Κοίταξα ένα άγαλμα μπροστά μου: στους ώμους του θεού τα κολιέ στέκονταν βαριά, τόσα πολλά που σχεδόν του κάλυπταν το μισό πρόσωπο.
Ο ναός μου φαίνονταν τώρα άσχημος και βουβός. Οι θεοί του βλοσυροί.
Πού είναι ο γεράκος που ήταν κάποτε εδώ; ρώτησα μια μεσήλικη καθαρίστρια που μάζευε κάτι φύλλα στην αυλή μ ενα φαράσι, μα εκείνη δεν είχε ιδέα , δεν τον γνώριζε καν. Ο γέρος είχε χαθεί μες τη λήθη, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος.
Βγήκα απο το προαύλιο, προσπερνώντας σκυλιά που ξαπλώναν, παιδάκια που παίζαν και μια άλλη γυναίκα που απλωνε λουρίδες κρέατος σ' ενα τραπέζι, να ξεραθούν κάτω απο τον ήλιο.
Έφτασα μέχρι το ποτάμι κι ανόρεκτα άρχισα να περπατάω τις όχθες του. Το ρεύμα του δυνατό, μετέφερε σκουπίδια, πεθαμένα νούφαρα και κλαδιά. Το βρώμικο νερό άστραφτε κάτω απο το δυνατό φως.
Ο σκηνοθέτης μέσα μου έβγαλε απο την τσέπη μου ένα χαρτονόμισμα και το άφησε στο ποτάμι, να φύγει μακρυά.
'Θέλω να κάνω μία δωρεά'