Friday, January 27, 2017

34. Μεταφορικά μέσα και πορτοφόλια


Όταν είσαι πολύ φτωχός εδώ, χρησιμοποιείς συνήθως για να μετακινείσαι πλοιάρια, απο αυτά που τιγκάρουν με κόσμο και που διασχίζουν το ποτάμι, με το βρώμικο νερό καμμιά φορά να σε πιτσιλάει στο πρόσωπο. Επίσης παίρνεις λεωφορεία, στα οποία επίσης επικρατεί συνωστισμός, κυρίως τα μη κλιματιζόμενα που κοστίζουν λιγότερο.
Αν τα πηγαίνεις λίγο καλύτερα οικονομικά, περιορίζεις τα πλοιάρια και χρησιμοποιείς πέραν των λεωφορείων, που και που, υπέργειο ή υπόγειο σιδηρόδρομο, που ναι μέσα καλά κλιματιζόμενα και σε άριστη κατάσταση. Σε κάποιες περιπτώσεις παίρνεις και ταξί μιας και δεν είναι και τόσο ακριβό.
Αν έχεις μια ακόμα καλύτερη δουλειά κόβεις εντελώς τις βαρκάδες και είτε χρησιμοποιείς τα υπόλοιπα μέσα είτε αγοράζεις κάνα μεταχειρισμένο μηχανάκι.
Με λίγο καλύτερο μηνιάτικο αγοράζεις ενδεχομένως καινούριο μηχανάκι ή κάποιο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο.
Αν τώρα έχεις μια αξιοσέβαστη δουλειά, κόβεις σιγά σιγά τα λεωφορεία και μετακινείσαι μόνο με το καινούριο αυτοκινητό σου που πληρώνειςμε δόσεις ή με υπέργειο ,υπόγειο σιδηρόδρομο και ταξί σε περιπτώσεις που πχ έχεις μεθύσει και δεν θες να οδηγήσεις.
Αν πάλι ανήκεις στη μεσαία τάξη, σιγά σιγά, κόβεις εντελώς κάθε δημόσια συγκοινωνία και μετακινείσαι με το καλό αυτοκινητό σου και μόνο ή με ταξί που κλείνεις με μια απλικέισον του κινητού σου και δεν χρειάζεται καν να σταματήσεις στο δρόμο.
Αν είσαι πλούσιος μόνο φρίκη σου προκαλεί η ιδέα να πατήσεις το πόδι σου σε πλοιάρια, λεωφορεία κλπ στα οποία ενδεχομένως να μην έχεις μπεί ποτέ στη ζωή σου. Χρησιμοποιείς απλά το πανάκριβο αμάξι σου κι έχεις καταργήσει ακόμα και τα ταξί. Αν βγείς και μεθύσεις κάποιος φίλος ανάλογης οικονομικής επιφάνειας θα οδηγήσει για σένα ή ποιός νοιάζεται; θα οδηγήσεις μεθυσμένος.
Αν είσαι πολύ πλούσιος, πέρα απο το σπόρ αμάξι που έχεις και οδηγείς, διαθέτεις και προσωπικό σωφέρ για όταν θα χρειαστεί.

Thursday, January 26, 2017

33. Πικρό ψωμί: ένα ακόμα μελόδραμα


Διάβαζα μια σελίδα στο ιντερνέτ όπου σεξοτουρίστες διηγούνταν τις εμπειρίες τους εδώ. Τύπος που καλά καλά δεν είχε γυρίσει απο ταξίδι σε φτωχή γειτονική χώρα, με τις βαλίτσες ακόμα στα χέρια, περιέγραφε πώς, στην περιοχή της Τσάινατάουν, του πάσαραν δυο μάλλον ανήλικες κοπελίτσες που, για ένα ευτελές ποσό, κουβάλησε στο δωματιό του. Οι μικρές, προφανώς με το ζόρι εκδιδόμενες και μετανάστριες, έτυχε να είναι απο το μέρος απο το οποίο εκείνος μόλις είχε επιστρέψει και καθώς αυτός γδυνόταν μύρισαν, αναγνώρισαν τη σκόνη στα ρούχα και στο σώμα του, τις λάσπες στα παπούτσια του, και ταυτόχρονα αναφώνησαν με νοσταλγία το όνομα της πατρίδας τους.
Κι έπειτα σκέφτηκα τις εργάτριες απο άλλη υπανάπτυκτη γειτονική χώρα. Συχνά παιδιά, τις μεταφέρουν απ' τα σύνορα σε φορτηγά και τις στριμώχνουν σε μικρά δωματιάκια και άσχημα εργοστάσια, όπου δουλεύουν, κακοπληρωμένες, νύχτα και μέρα, συχνά χωρίς χαρτιά, με τα αφεντικά και την αστυνομία να τις κακομεταχειρίζονται και να τις φοβερίζουν.
Κι είναι κι εκείνοι οι πρόσφυγες. Δουλέμποροι τους φέρνουν εδώ, υποσχόμενοι ένα καλύτερο μέλλον κι έπειτα τους παραδίδουν σε ψαράδικα όπου δουλεύουν ανελέητα, για λίγο φαί και λίγο ύπνο, κι είναι πια σκλάβοι και δεν μπορούν να φύγουν, και κάνουν χρόνια να πατήσουν ξηρά κι αν κάποιος απ' αυτούς πάει να αντισταθεί ή να δραπετεύσει συχνά τον σκοτώνουν και ρίχνουν το κουφάρι του στη θάλασσα.
Κι είναι κι αυτοί οι νεαροί άντρες απο την Αφρική, που οι ντόπιοι τους αποφεύγουν και τους θεωρούν βρώμικους, και που κάποιοι τους έφεραν εδώ υποσχόμενοι μια καλή δουλειά και μια ανθρώπινη ζωή αλλά βρέθηκαν να σπρώχνουν ναρκωτικά, ρισκάροντας τη ζωή τους καθημερινά, χωρίς σχεδόν να έχουν δυνατότητα να αρνηθούν, χωρίς να μπορούν να γυρίσουν πίσω. Κάποιοι απ αυτούς πάλι έκαναν την επιλογή συνειδητά, ήξεραν απο πρίν για τι τους προόριζαν και συμφώνησαν με τα συνδικάτα εγκλήματος για τα οποία θα δούλευαν πως, αν ποτέ συλληφθούν και αντιμετωπίσουν πολύχρονη ή ισόβια φυλάκιση, οι οικογενειές τους θα λαμβάνουν ένα μικρό εισόδημα κάθε μήνα εφ όρου ζωής κι έτσι θα νιώθουν πως ακόμη και μέσα απο τη φυλακή τις φροντίζουν.
Μετανάστες και πρόσφυγες. Πίσω απο βαριές πόρτες μασατζίδικων, σιωπηλοί υπηρέτριες υστερικών κυριών και λάγνων συζύγων, δουλεύοντας σε βρώμικες κουζίνες και σε χωράφια χωρίς ανάσα,  υποχείρια σε συμμορίες ζητιάνων. Κακοποιημένοι, περιφρονημένοι και συχνά αόρατοι κι εδώ όπως κι αλλού, κι όμως: ένοχοι για όλα, θύτες αντί για θύματα στο κοινωνικό ασυνείδητο, κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν λυπάται, και κανείς ποτέ δεν θα πάρει εκδίκηση για αυτούς.