Monday, January 5, 2015

18. Καλή χρονιά



Είναι σήμερα πρωτοχρονιά και στο ναό επικρατεί συνωστισμός. Άνθρωποι παιδεύονται για να πάρουν , έναντι αντιτίμου , την ευλογία των μοναχών ή να γονατίσουν μπροστά απο ένα βωμό. Νεαρά ζευγάρια, πατεράδες με τα μικρά παιδιά τους στους ώμους , ηλικιωμένες γυναίκες με μπαστουνάκια και βεντάλιες : όλοι στριμώχνονται αφόρητα καθώς ανεβαίνουν τα σκαλάκια που οδηγούνε στο ιερό.
Εκείνη , παρότι μισεί την πολυκοσμία, παίρνει μια βαθιά ανάσα και γίνεται ενα με το πλήθος.

Αφου τελειώσει με το προσκυνημα , πηγαίνει σ ενα χαρτομάντη που της έχουν συστήσει. Θέλει να ξέρει τί θα φέρει ο καινούριος χρόνος. Ο ηλικιωμένος άντρας ρίχνει τα ταρό και την κοιτάζει με σοβαρό ύφος. Της λέει πως μεγάλη κακοτυχία έρχεται αλλα αν θέλει μπορεί να αντιστρέψει τη μοίρα αρκει να αλλάξει τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου με κάποιον άλλο , γουρλίδικο, που θα της δώσει αυτός. Της ζητάει μισό μηνιάτικο. Εκείνη το σκέφτεται λίγο και μετά πηγαίνει προς το ATM για να βγάλει τα χρήματα.

Αργότερα , με ανανεωμένη την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, αγοράζει ενα χοντρό πάκο με λαχεία. Ξοδεύει μια ολόκληρη ώρα για να τα διαλέξει , (ένα ένα, να ταιριάζουν με τους τυχερούς της αριθμούς που ξέρει απ έξω και ανακατωτά ) και , φυσικά,  ενα σωρό λεφτά για να τα αγοράσει. Παίρνει χρόνια λαχνούς αλλα ποτέ μέχρι τώρα η τύχη δεν της εχει πραγματικά χαμογελάσει πέρα απο κάτι λήγοντες που της βγαίνουν στη χαση και τη φέξη.

Σταματάει να φάει σ’ ενα μέρος που γνωρίζει καλά. Το εστιατόριο αυτό είναι ενα απο τα αγαπημένα της, με υπέροχο φαγητό. Δεν μπορεί να αντισταθεί και παραγγέλνει τρία ολόκληρα πιάτα. Έχει παχύνει πολύ τελευταία , και νιώθει ενοχές : σκέφτεται μια φίλη της, που της έχει πει για κάτι θαυματουργά χάπια που αδυνατίζουν σε χρόνο μηδέν και σε κάνουν κανονικό μοντελάκι. Μπορεί να ελπίζει σ’ αυτά και στην επέμβαση που έχει προγραμματίσει να κάνει στη μύτη της και που , επιτέλους, θα πάψει να ναι πλακουτσωτή (Δεν θα αντέξει να ναι και φέτος άτυχη στην αγάπη).

Έίναι πια αργά . έχει σουρουπώσει και ξεχάστηκε μέσα στα δρομάκια της παλιάς πόλης που ξαφνικά σαν να ερήμωσαν. Καθώς περπατάει για να φτάσει στην καλά φωτισμένη και πολυσύχναστη λεωφόρο επιταχύνει το βήμα της , με τα μάτια της να κοιτάζουν το έδαφος. Φοβάται να σηκώσει το βλέμμα γιατί ξέρει πως φαντάσματα κρύβονται συχνά στις φυλλωσίες των δέντρων , κουρνιάζοντας πάνω στα κλαδιά , μέσα στο μισοσκόταδο.

Αποφασίζει να πάρει ενα ταξί που περνάει απο δίπλα της. Ο ταξιτζής αρνείται να βάλει ταξίμετρο και της ζητάει μια παραφουσκωμένη τιμή. Εκείνη συμφωνεί : νιώθει κουρασμένη για παζάρια και ο κεντρικός δρόμος είναι ακόμη μακρυά.

( Δεν είναι καμμιά φτωχή κοπέλα απο χωριό που αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο απο νωρίς. Η οικογένειά της ήταν καλοστεκούμενη οικονομικά, η ίδια τελειωσε ενα καλό πανεπιστήμειο και δουλεύει σε μια υψηλή θέση γραφείου με υψηλές αποδοχές.)

Ο ταξιτζής χαμογελάει μέσα απ’ τον καθρέφτη και της εύχεται καλή χρονιά .
















1 comment: