Friday, August 8, 2014

13. Η πόλη του παρελθόντος


Μερικές δεκαετίες πρίν όλα ήταν όμορφα σ αυτή τη χαώδη ασιατική μεγαλούπολη τη χτισμένη απο μπετόν .( Είναι το φαντασιακό άραγε που τα κάνει όμορφα ή η επιλεκτική μνήμη και η νεότητα που συχνά βιώνεται ιδανικά ακόμα και σε ασχημες συνθήκες;)
Τα σπίτια ήταν χαμηλά, σήκωνες τα μάτια σου κι έβλεπες μόνο ουρανο. Παιδιά έπαιζαν ανέμελα στους χωματόδρομους. (Κάποια άλλα πιο άτυχα ερχόντουσαν με τη βία απ τις επαρχίες και εκδίδονταν μες τη νύχτα για ενα κομμάτι ψωμί ).
Δεν υπήρχαν τόσες πολλές αγγλικές επιγραφές και ονόματα, κι ούτε οι περισσότεροι διαβάτες φόραγαν δυτικά ρούχα .(Δεν υπήρχαν και δικαιώματα δυτικού τύπου : η εξουσία ήταν ακόμα πιο βιαιη και ανεξέλεγκτη ).Η πόλη είχε λιγοστά εμπορικά και λιγότερους πάγκους στην αγορά : οι πωλητές πούλαγαν κυρίως φρούτα και ζαρζαβατικά ( H φτώχεια ήταν μεγάλη , το κέρδος μικρό, η  επιβίωση σκληρή ). Παντού υπήρχαν κανάλια , και ο περισσότερος κόσμος μετακινούνταν με βάρκες. Τα νερά ηταν καθαρά, ανθρωποι που ζούσαν στις όχθες επλεναν τα πιάτα τους εκεί, ψάρευαν, κολυμπούσαν. (Η ελονοσία σάρωνε , γιατροί δεν υπήρχαν για τους πολλούς ) Σε διάφορα σημεία της πόλης βρίσκονταν πυκνές συστάδες βλάστησης σαν μικρές ζούγκλες : πίθηκοι ανεβασμένοι στα κλαδιά μασούλαγαν ήρεμα τους καρπούς των δέντρων. (Στρατιές απο ποντίκια τρεχοβολούσαν μες τις παράγκες). Υπήρχαν πολύ λιγότερα αυτοκίνητα και ταξί .Πιο πολλά τρίκυκλα και ποδήλατα. ( αποκαμωμένοι γεράκοι βαριανασαίναν μες τη ζέστη στο πετάλι, τα ψίχουλα που κέρδιζαν τα ξόδευαν στη μόνη τους παρηγοριά : το όπιο )
Νεαροί αντρες προχωρούσαν αγκαλιασμένοι απ τους ώμους .Νεαρές γυναίκες με το κεφάλι λίγο χαμηλωμένο και φορώντας μακρυά φορέματα κρύβονταν κάτω απ τις ομπρέλες τους : όταν η ματιά σου διασταυρώνονταν με τη δικιά τους λες και κάτι έξαφνα άστραφτε. Τα νεαρά ζευγάρια συναντιόνταν στα παγκάκια και τα πεζούλια των πάρκων : ήταν πολύ ευτυχισμένα κι ας φόραγαν τριμμένα ρούχα και το μόνο που τους ανήκε ήταν η αγάπη ( που συχνά ηταν προιόν συνοικεσίων ).
 Ολοι χαμογελούσαν ευγενικά ο ενας στον άλλον. Στα φτωχά σοκκάκια , εκεί που τα λουλούδια ευωδίαζαν και πουλερικά σκάλιζαν χαρούμενα το χώμα, οι γείτονες της διπλανής πόρτας ήταν σαν αδέρφια. (Tο μίσος όμως μεταξυ των απλών ανθρώπων , διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων ήταν αβυσσαλέο)
Στους δρόμους θεατρίνοι χορεύαν και τραγουδούσαν σε αυτοσχέδιες παραστάσεις : πλήθος μαζευονταν γύρω και παρακολουθούσε.Κάθε ταινία των μεγάλων σταρ βούλιαζε τους κινηματογράφους : ήταν ενα γεγονός που κανείς δεν ήθελε να χάσει . Όπως γεγονότα ήταν κι όλες οι γιορτές. Τα φαναράκια να πλέουν στο ποτάμι. Λίγο νερό, ίσα ίσα όσο χωράει σε μια χούφτα που ο ένας έριχνε ντροπαλά στον άλλον. ( Πόση πλήξη μες την ασημαντότητα μιας τέτοιας καθημερινότητας όπου το τίποτε γίνεται αναγκαστικά γεγονός!).
Η ζωή ηταν τόσο απλή : παντρευόσουν πολύ νέος την πρώτη σου αγάπη.  Συντομα το σπίτι γέμιζε με παιδιά. ( η γυναίκα γερνούσε γρήγορα και μαντρωνόταν στο σπίτι, ο άντρας επισκεπτόταν συχνά τα μπουρδέλα )
(Κανείς θα μπορούσε να πει πολλά και μετά να γκρεμίσει ευκολα το στερεότυπο του χαμένου παραδείσου.
Η αποδόμηση η ίδια όμως θρέφει κι αυτή τη δική της μυθολογία. Αναπαράγει τα δικά της ψέματα. Είναι κι αυτή κάλπικα επιλεκτική.  Γιατί πάντα υπαρχει  κάτι που δεν μπορεί να αποδομηθεί. Όσοι  έχουν ζήσει εκείνη την εποχή ή όσοι περπατώντας τυχαία σε μια γειτονιά ξεχασμένη απ το χρόνο δέχθηκαν θραύσματα απ το παρελθόν , μπορούν να καταλάβουν. Σκληρά , φτωχικά, βρώμικα, μες την αμάθεια και την αγωνία της επιβίωσης , εκείνα τα χρόνια είχαν μια ανακουφιστική  απλότητα και ξεγνοιασιά , μια - όσο κλισέ κι αν ακούγεται - παράξενη αγνότητα, μια αθωότητα που εξανθρώπιζε  .Το να την ανακαλεί σήμερα κανείς, βλέποντας αυτή την μοντέρνα πόλη τέρας και τους βιαστικούς αγέλαστους πλέον ανθρώπους της ,είναι αβάσταχτο. Και πονάει πολύ!)
Aγαπαω την πόλη όπως και νάναι. Σηκώνομαι πρωί πρωί και την ακούω σιγά σιγα να ξυπνάει κι αυτή καθώς ξημερώνει .(Είναι το φαντασιακό μου άραγε  που φτιάχνει την ομορφιά ή το οτι είμαι νέος , οτι θα είμαι νέος για λίγο ακόμα ;)