Sunday, August 23, 2015

23. Ένα νησι


Δυο χιλιάδες κάτοικοι με τα ξύλινα σπίτια και τα μαγαζιά τους , οι περισσότεροι δρόμοι χωμάτινοι, στοιχειώδεις λοιπές υποδομές (κάπου κάπου ηλεκτρισμός με γεννήτριες), μια ντουζίνα συγκροτήματα με μπανγκαλόουζ που ελάχιστα διαταράσσουν το φυσικό τοπίο. Κι όλο το υπόλοιπο μια μεγάλη έκταση απο ζουγκλώδη βλάστηση που καταλήγει σε υπέροχες ερημικές παραλίες.
Οι λιγοστοί τουριστες ,ξεχνώντας τα κουνούπια και τις τεράστιες κατσαρίδες στο δωματιό τους το προηγούμενο βράδυ που δεν τους άφησαν να απολαύσουν τον ύπνο τους, ανοίγουν εκστασιασμένοι τα μάτια τους διάπλατα (αχ η φύση!): οι μόνιμοι κάτοικοι όμως υποψιάζομαι πως ονειρεύονται ανάπτυξη. Πολυκαταστήματα κι ουρανοξύστες, διαμερίσματα με όλες τις ανέσεις, να μην κολλάνε τα οχηματά τους στις λάσπες όταν βρέχει, να απαλλαγούν επιτέλους απο τις τροπικές αρρώστιες, ( κόψτε και μερικά δέντρα, μπαζώστε τα έλη, ασφαλτοστρώστε, μα τί κάνει ο δήμαρχος ;) εκατομμύρια μελλοντικούς επισκέπτες που θα τους φέρουν λεφτά.
Φαίνεται στιγμές στιγμές σαν να μην καταλαβαίνουν πόσο ανεκτίμητα όμορφο είναι το νησί τους.
Τόσες μέρες είμαι εδώ, ο καιρός είναι θαυμάσιος, αλλά μετα βίας εχω δεί δυο τρείς ντόπιους να μπαίνουν στη θαλασσα, κι εκείνοι , είτε λόγω ντροπής είτε για να μην τους χτυπήσει ο ήλιος, φορώντας τα ρούχα τους. Περπατάνε για λίγο πανω κάτω μες το νερό, κάθονται κάτω πλατσουρίζοντας στα ρηχά, μετά βγαίνουν έξω.
Όταν αναφέρονται σε μια παραλία εννοούνε πάντοτε το ρισόρτ που είναι χτισμένο λίγο πιο πάνω. ' Μα γιατί θες να πάς ; ' με ρωτάει η ρεσεψιονίστ που προσπαθεί να μου βρεί μεταφορικό μέσο για μια μακρυνή τοποθεσία που διάβασα κάπου πως έχει παραδεισένια αμμουδιά. 'Ειναι λόου σίζον τώρα και το ρισόρτ είναι κλειστό. Δεν έχει τίποτα εκεί.'
Μα όταν φτάνω εκεί , αυτό το τίποτα μου φαίνεται συγκλονιστικό.
Αυτή η σμαραγδένια πεντακάθαρη θάλασσα, ο ουρανός που κατεβάζει χαμηλά τα συννεφά του σε περίεργα σχήματα, οι κοκκοφοίνικες που παρεταγμένοι στην ακτή αγκαλιάζουν όλο το τοπίο,  η άμμος που, λεπτή σαν πούδρα, φτιάχνει βουναλάκια και μικρές γούρνες που φιλοξενούν γλυκό νερό που κατεβαίνει απο τις πηγές και ενώνεται με το αρμυρό, σκέφτομαι πως δεν έχουν καμμία ελπίδα όταν περιγράφονται ως τίποτα όχι μόνο απο κάποιον ανάλγητο επιχειρηματία αλλα και απο απλούς ανθρώπους!
Κολυμπάω μόνος, με τις ώρες, και δεν θέλω να βγώ. Σηκώνω το κεφάλι, κοιτάζω πάνω και γύρω γύρω, δεν μπορώ σχεδόν να το πιστέψω : παντού μια αμόλυντη επιβλητική φύση , τόσο όμορφη που προκαλεί δέος!
( Κι όμως πόσο άραγε να άντεχα εδώ χωρίς να κουραστώ απ τη μονοτονία της καθημερινής ζωης και την έλλειψη ανέσεων ; Μερικούς μήνες ; Αν προηγούμενες γενιές ονειρεύτηκαν μια ανάπτυξη που περνούσε μέσα απο την καταστρόφή του φυσικού περίγυρου , η δικιά μου γενιά είναι εθισμένη στο καυσαέριο!)
Βγαίνω έξω απο το νερό, ξαπλώνω στην άμμο, όλα είναι σαν σε όνειρο και ιδίως το οτι βρίσκομαι σε ενα τέτοιο μέρος και μοιάζει να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος γύρω σε ακτίνα χιλιομέτρων.
Εντούτοις υπάρχουν δυο τρία σκυλιά ,που φαίνονται φιλικά, και τρεχοβολάνε τριγύρω παίζοντας. Δεν τους δίνω σημασία μέχρι που , όταν η ματιά μου πέφτει πάλι πάνω τους, διαπιστώνω πως έχουνε γίνει επτά οχτώ και πως τα περισσότερα είναι ιδιαίτερα μεγαλόσωμα. Με το πρώτο γρύλισμα πετάγομαι όρθιος. Δεν απευθύνεται όμως σε μένα . Ολόκληρη η αγέλη τα χει βάλει μ ενα γέρικο κανελλί σκυλί που μέχρι πριν απο λίγο έμοιαζε να ναι μερος της. Του επιτίθενται ξαφνικά και χωρίς έλεος. Ένα απο τα άλλα σκυλιά το γραπώνει απο το λαιμό και το αναποδογυρίζει , το ακινητοποιεί, τα υπόλοιπα ορμάνε και το ξεσκίζουν έτσι ανυπεράσπιστο που είναι, μπήγοντας βαθιά τα δόντια τους παντού , στα πόδια , στην κοιλιά, το κανελλί σκυλί χτυπιέται και ουρλιάζει σπαραχτικά καθώς το κάνουν κομμάτια μέχρι που η φωνή του σβήνει και το παρατάνε σαν ενα άδειο σακί στην άμμο.
Και αμέσως μετά, σε δευτερόλεπτα, τα περισσότερα σκυλιά με περιτριγυρίζουν, σιωπηλά , με ματωμένες μουσούδες. Σιγά σιγά οπισθοχωρώ, με ακολουθούνε μέχρι τον δρόμο αλλά ευτυχώς μετά χάνουν το ενδιαφέρον τους και επιστρέφουν στην παραλία τους.
'Προσοχή στις μαιμούδες, δαγκώνουν΄, γράφουνε οι επιγραφές σε διάφορα σημεία του νησιού. Όπως φαίνεται όμως και τα σκυλιά εδώ δαγκώνουν. Άραγε να δαγκώνουν και οι ντόπιοι ; Μοιάζουν διαφορετικοί απο τους ανθρώπους που θα συναντήσεις στην υπόλοιπη χώρα, τυπικοί αλλά συχνά βαριοί στους τρόπους και λιγομίλητοι, με αινιγματικό σκοτεινό βλέμμα.
Κι οι τουρίστες σαν εμένα ; Αυτοί κι αν δαγκώνουν!
Ο μαζικός τουρισμός πλησιάζει με γοργά βήματα και , σύντομα, το νησί θα γίνει αγνώριστο. Αν κρίνω απο άλλα ανάλογα μέρη που πέρασαν απο αυτή την διαδικασία, σχεδόν τίποτα δεν θα διασωθεί απ την αρχική ομορφιά του.
( η μνήμη μου θα διασώσει: Βγαίνω έξω απο το νερό, ξαπλώνω στην άμμο, όλα είναι σαν σε όνειρο)








Monday, July 27, 2015

22. Ελεγεία για τους χαμένους ήχους


Είναι ενας μικρός δρόμoς , σε μια ασήμαντη γειτονιά, που μ' αρέσει να τον περπατάω τα απογεύματα.
Τόσα πολλά τα τζιτζίκια πάνω στα δέντρα του! Το βουητό τους , κάποτε μια σχεδόν καθημερινή ενόχληση, άρχισε να μου γίνεται σημαντικό όταν έπαψα πια να το συναντώ . Σήμερα είναι τόσο σπάνιο που , κάθε φορά που τρέχω να το βρω , έρχεται στα αυτιά μου όλο και πιο απόκοσμο.
Απο τότε που πρωτοήρθα εδω, σ αυτή την χαώδη ασιατική πρωτεύουσα, πέρασε καιρός. Μιλώντας για ήχους, δεν είναι μόνο τα τζιτζίκια που μου λείπουν.
Που πήγε ο διαπεραστικός θόρυβος απο το νυχτερινό κάλεσμα εκείνης της παράξενης σπιτικής σαύρας ;
Και ο ήχος απο εκείνα τα μεγάλα βατράχια που μοιάζει με μουγκανητό ταύρου ;
Κι ο ήχος απο κείνο το πάντοτε αόρατο τρελο πουλί που πλέον κανείς συναντάει μόνο σε δυο τρία απο τα μεγαλύτερα πάρκα ;
Όσο κι αν ο κόσμος αλλάζει συχνά για το καλύτερο, πόσο δύσκολο το να νιώσεις μια συνέχεια του εαυτού σου και να τον συνδέσεις με τις όποιες αναμνήσεις σου, όταν ο ηχητικός ιστός, ενα πανίσχυρο συγκολητικό υλικό που χωρίς να το συνειδητοποιείς ενοποιεί την πραγματικότητα, μεταβάλλεται τόσο απότομα και βάρβαρα!
Προσπαθώ να ακούσω.
Οι ομιλίες των ανθρώπων είναι πάντοτε εκεί , κάποια μουσική απο ενα ανοιχτό ραδιόφωνο, ο εθνικός ύμνος που ακούγεται απ τα μεγάφωνα κάθε πρωί κι απόγευμα, ο κουδουνιστός ήχος απο τις αυτόματες πόρτες των σούπερ μάρκετ, τα ringtones απο τα κινητά και το κοφτό σφύριγμα που ενημερώνει τις κοπέλες που παίζουν με τα τάμπλετ τους στο δρόμο οτι έχουν ενα καινούριο μήνυμα.
Όλα τα υπόλοιπα όμως είτε σκεπάζονται απο τα θηριώδη μουγκρητά των αυτοκινήτων, είτε έχουν σιωπήσει.
Η βροχή πέφτει όλο και λιγότερο στις λαμαρινένιες σκεπές των φτωχόσπιτων : η φωνή της τώρα πνίγεται συνήθως πάνω στο μπετόν.
Ο ψαλμός των μοναχών δεν φτάνει στ' αυτιά σου όπως παλιά , όταν περνούσες έξω απο την είσοδο κάποιου ναού.
Οι φωνές των παιδιών που παίζουν πώς να ακουστούν σε τόσο θόρυβο καθώς κάθε λογής οχήματα, εκατομμύρια, διασχίζουν τις λεωφόρους  ; Κι έπειτα συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχουν καν παιδιά που παίζουνε εξω απο τα σπίτια τους πια.
Ασήμαντο πράγμα θα λεγες τους ήχους!
Δεν υπάρχει όμως πιο κατάλληλος άνθρωπος για να σου διηγηθεί την ιστορία μιας πόλης που αλλάζει μέσα στις δεκαετίες απο έναν τυφλό!
Στέκομαι για λίγο, ανάβω ενα τσιγάρο, και με κλειστά μάτια, ακούω τα τζιτζίκια να οργιάζουν.



Tuesday, May 5, 2015

21. Βαριές κουρτίνες


Πλύθηκα πρώτος και περιμένω κι εκείνη να κάνει ντούζ πρίν έρθει στο κρεβάτι. Την γνώρισα μολις πρίν απο λίγο σε μια ντίσκο εδώ κοντά.
Tο μέρος που βρισκόμαστε , όπου πληρώνεις ειδική ταρίφα μόνο για τρείς ώρες: τί άθλιο μέρος! Ξέρω καλά τα ξενοδοχεία σαν αυτό!
Τα δωμάτια βρίσκονται πάντοτε στο ισόγειο, δίπλα δίπλα σε δυο παράλληλες σειρές. Παρότι τα ευκαιριακά ζευγάρια που διαλέγουν τέτοιου είδους καταλύματα δεν έχουν  συνήθως τίποτε να κρύψουν, παρέχεται μυστικότητα. Παρκάρεις αν θες το αυτοκινητό σου εξω απο κάποια απο τις πολλές πόρτες, πληρώνεις τον υπάλληλο , που έρχεται να ξεκλειδώσει και σου δίνει πετσέτες και σαπούνια χωρίς να ρωτήσει τίποτε για σένα , και μετά τραβάς τις βαριές πράσινες κουρτίνες που υπάρχουν εξωτερικά ωστε να καλύψουν οποιαδήποτε θέα προς το αυτοκίνητο ή το δωμάτιο. Φεύγεις ,όποτε θες, αθόρυβα, χωρίς καν να ειδοποιήσεις.
Τα κρεβάτια είναι συνήθως παλιά, τα σεντόνια γεμάτα λεκέδες, κάποια βρύση τρέχει στο μπάνιο και δεν έχει ζεστό νερό. Υπάρχουν όμως άφθονοι καθρέφτες. Οί ντόπιοι ονομάζουν αυτά τα πανομοιότυπα ξενοδοχεία , που ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες σε κάθε περιοχή της πόλης, 'Ξενοδοχεία όπου οι κουρτίνες πέφτουν'.
(Αναρωτιέμαι: γιατί οι κουρτίνες πρέπει να είναι πάντοτε πράσινες;)
Η αρχική της συστολή εξαφανίζεται. Το πάθος της με ξαφνιάζει κι ας το εχω δει σε δεκάδες γυναίκες εδω που η σχέση μας είναι συμφωνημένο να κρατήσει μόνο για ενα βράδυ , υπάλληλοι γραφείου, μεσίτες, καταστηματάρχες, δασκάλες. Τους αρέσουν οι δυτικοί, να είναι άσπροι και λίγο καλοφτιαγμένοι. Κι έχουν μείνει για τόσο καιρό αγνοημένες: ίσως φταίνε τα λίγα περιττά κιλά, ίσως το οτι δεν είναι πια κοριτσάκια.
 Έχει τόσο όμορφα μάτια! (Θα μου πει αργότερα πως είχε να κάνει σεξ δύο χρόνια. Είναι 33, μοιάζει 25).
Δυο άγνωστοι να ψάχνουμε ο ένας το σώμα του άλλου με μανία λες και είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στη γη. Και παρότι είναι κάτι τόσο όμορφο και λυτρωτικό , άραγε θέλουμε σωματική ικανοποίηση ή μια επικοινωνία ,που δεν μπορούμε να έχουμε αλλιώς, στην επιθυμία μας να σκοτώσουμε την απόσταση μεταξύ μας; Είναι μια απόσταση που καλύπτεται μόνο έτσι , για λίγη ώρα, μιας και ξέρουμε πως όταν τελειώσουμε τίποτε δεν θα μας συνδέει πιά, τίποτε δεν θα υπάρχει για να πούμε. Είναι ενα χάσμα με το άλλο φύλο, ένα χάσμα με έναν ολόκληρο λαό, που ενώνεται μόνο μέσα απ τον ιδρώτα και τα βογγητά.
(Kι άλλες φορές , κάπου στη μέση, η έξαψη ξαφνικά να χάνεται, σαν να ξυπνάς απο όνειρο αλλα να πρέπει να συνεχίσεις. Τότε δεν ξέρεις τί να κάνεις και καρφώνεις το βλέμμα σου στον καθρέφτη όπου βλέπεις τον εαυτό σου ανέκφραστο να πηγαίνει πάνω κάτω σαν μηχανή. Η έρχονται στο μυαλό σου διάφορες άσχετες και περίεργες σκέψεις : λένε πως στα ' Ξενοδοχεία με τις κουρτίνες που πέφτουν' γίνονται πάρα πολλοί φόνοι με θύματα γυναίκες, ο φονιάς εξαφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο χωρίς καν να έχει δεί κάνείς το προσωπό του μέσα στο μισοσκόταδο. Άραγε έχει δολοφονηθεί κάποια μέσα σ' αυτό το δωμάτιο; Θα ήρθαν μετά να πάρουν το σώμα και να καθαρίσουν τα αίματα και θα έμοιαζε σαν τίποτε να μην έχει συμβεί).
Ντυνόμαστε , και αντί για οικειότητα μια παράξενη συστολή σαν να έχει επιστρέψει , και μας κατακλύζει ενα παράλογο συναίσθημα,  σαν να νιώθουμε με κάποιο τρόπο εξαπατημένοι.
Πάνω στην κορύφωση , εκείνη έχασε το ενα της σκουλαρίκι και το ψάχνουμε σε όλο τον χώρο. Σηκώνουμε τα σκεπάσματα, τα σεντόνια, τραβάμε το κρεβάτι παράλληλα προς τον τοίχο , όμως τίποτε. Αποκαλύπτονται μόνο βρωμιές, ψόφια έντομα, κολλημένες τσίχλες, τούφες απο γυναικεία μαλλιά και μια μικρή σκονισμένη φωτογραφία μιας κοπελας ντυμένης με τα φοιτητικά της ρούχα.
Την κοιτάζουμε για λίγο , την αφήνουμε δίπλα στον καθρεφτη, μετά μετανιώνουμε και την ξαναβάζουμε πάλι κάτω απ το κρεβάτι, εκεί που τη βρήκαμε.
(Και συνειδητοποιώ πως μερικές απ τις πιο όμορφες και δυνατές αναμνήσεις μου, ενα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου και του πάθους μου για ζωή, είναι δεμένες με τέτοια ξενοδοχεία, μπλεγμένες με αυτές τις τούφες μαλλιών και τις κολλημένες τσίχλες, τα ψόφια έντομα και τα βρώμικα σεντόνια)
Ποιός ξέρει πόσων τα συναισθήματα έχουν δολοφονηθεί μέσα σ' αυτό το δωμάτιο!
Βγαίνουμε έξω για να πάρει ο καθένας ταξί για το σπίτι του. Δεν θα ξαναειδωθούμε ποτέ.
 Έχει ήδη ξημερώσει κι ο ήλιος λάμπει!




Tuesday, January 20, 2015

20. Τρελοί


Ειδα κάποτε μια ηλικιωμένη , βρώμικη και υπέρβαρη τόσο , που με δυσκολία μπορούσε να κινηθεί. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν αλλα εκείνη στάθηκε στην όχθη του καναλιού , ανακάθησε , παραμέρισε τα φουστάνια της , κι άρχισε να αφοδεύει σε τεράστιες ποσότητες πάνω απ το νερό. Όταν τελείωσε σηκώθηκε χωρίς καν να σκουπιστεί.
Μια άλλη φορά, μέσα στη μέση της νύχτας όταν κανείς σχεδόν δεν κυκλοφορεί πεζός έξω, ανέβαινα μια γεφυρουλα , θέλοντας να περάσω απέναντι. Κοκκάλωσα βλέποντας εναν αναμαλλιασμένο άντρα , με το σώμα προτεταμένο στα κάγκελα και το παντελόνι κατεβασμένο στους αστραγάλους , να αυνανιζεται με μανία. Τελείωσε με άγρια χαρά ζωγραφισμένη στην εκφρασή του , καθώς ο αέρας έπαιρνε το σπέρμα του και το σκόρπιζε πάνω στα αυτοκίνητα που διέσχιζαν τη φωτισμένη λεωφόρο.
Είδα κάποτε και κάποιον άλλον. απροσδιόριστης ηλικίας ,προχωρούσε καμπουριαστός ,με το ενα του χερι να κάνει συνεχώς ακατάληπτους κύκλους στον αέρα και το άλλο να κρατάει ενα σακούλι . Πότε πότε σταματούσε και έβαζε μέσα διάφορα άχρηστα αντικείμενα: πέτρες, φύλλα, ξύλα, σχισμένα χαρτόνια, σχισμένα σελοφάν και πεταμένα πλαστικά κυπελλάκια.
Έβλεπα συχνά στη γειτονιά μου μια  φαλακρή σαραντάρα που φορούσε κουρελια και κοιμόταν σ ενα άθλιο ξεντεριασμένο στρώμα δίπλα στα σκουπίδια. Συχνά έδειχνε ήρεμη, έμενε ακίνητη για ώρες χαζεύοντας το κενό μα ξαφνικά πεταγόταν και άρπαζε τα φαγητά απο τα χέρια των περαστικών με πρόσωπο τρομακτικό : συχνά τους κοίταζε απλά άγρια στα μάτια ,κλεινοντάς τους το δρόμο , κι εκείνοι της το έδιναν μόνοι τους κι έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αλλες φορές έκανε κίνηση πως θέλει να καπνίσει και ζητούσε τσιγάρα ή μαζευε γόπες απο την άσφαλτο. Ποτέ δεν άνοιγε το στόμα της παρα μόνο όταν είχε στο αυτί της ενα παμπάλαιο κινητό και μιλούσε μ ενα φανταστικό συνομιλητή .Ουρλιαζε τότε ενα σωρό ασχήμιες, βρισιές και κατάρες , καθώς πηγαινε πανω κάτω στο πεζοδρόμιο σαν νευρόσπαστο.
Είδα κι άλλους πολλούς. Βλέπω κι άλλους πολλούς. Δεν τους πιάνει το μάτι σου μες την πολυκοσμία αλλά καθε φορά που η νύχτα πέφτει και οι δρόμοι ερημώνουν ,αρχίζουν να κυριαρχούνε στο χώρο.
Ολο και περισσότεροι με τα χρόνια . λες και η ’ανάπτυξη’ η ιδια είναι που τους γεννάει.  Άστεγοι, μόνοι, άρρωστοι, απελπισμένοι . Παρατημένοι απ’ τους δικούς τους κι απ την κοινωνική πρόνοια, αφημένοι στην τύχη τους ,φαντάσματα που δεν έχουνε που να πάνε , που κανείς δεν τα θέλει, χαμένα στο δικό τους απλησίαστο κόσμο.
Σκέφτομαι πως σε μια πόλη που νομίζει πως έχει γίνει σύγχρονη και μοντέρνα, και που άρχισε σιγά σιγά να κρύβει με ντροπή τις παράγκες της ,είναι καλό να υπάρχουν όλοι αυτοί οι τρελοί. Να .εισβάλλουν εκεί που όλα θέλουν να δείχνουν όμορφα και καθαρά. Να χλευάζουν με την παρουσία τους τους πανύψηλους ουρανοξύστες , τα απαστράπτοντα malls, τον υπερμοντέρνο υπέργειο σιδηρόδρομο, τα καλοσυντηρημένα αψεγάδιαστα πάρκα όπου εχουν κουρέψει τους θάμνους σε σχήματα ελέφάντων.

Monday, January 12, 2015

19. Διαχρονικό μελό


Μπουλούκια κόσμου και αυτός, βγαίνοντας απο μια ντίσκο τα χαράματα.
Το φως της ημέρας τους χτύπησε όλους απότομα και μισοκλείσαν τα μάτια . Παρέες απο κορίτσια πολύχρωμα ντυμένα  , μεθυσμένοι τουρίστες που ξεμειναν μόνοι , αγκαλιασμένα ζευγαράκια της μιας νύχτας , σαν να κοκκαλώσανε , σαν να μην είχανε κουράγιο να συνεχίσουν παραπέρα, σαν να μην ξέρανε τι να κάνουν και που να πάνε.
Τοτε την είδε τυχαία μετά απο δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τα μαγουλά της είχαν ρουφήξει , τα μακρυά μεταξένια μαλλιά της ξεφτίσει , το βλέμμα της σβηστό  (μα πως μπορεί να έσβησαν , πως μπορεί να θόλωσαν αυτά τα μάτια που άστραφταν;), τό σώμα της κοκκαλιάρικο με εξαφανισμένες όλες τις υπέροχες καμπύλες , με μόνο μια κοιλιά ,σαν άδειο σακούλι , να προεξέχει.
Κι όμως την αναγνώρισε.
Kάποτε, σχεδόν σε μια άλλη ζωή, ήταν οι δυό τους σε μια ερημική παραλία. Χοροπηδούσε σαν κοριτσάκι πανω στην άσπρη άμμο, βουτούσε τα πόδια της στην πεντακάθαρη ζεστή θάλασσα, πήγαινε , κάθε τόσο , σε μια κούνια που κρεμόταν σ ενα κοκοφοίνικα και τον φώναζε να τη σπρώξει. Όταν γελούσε η ομορφιά της άνθιζε , κι εκείνος που μόλις είχε πρωτοέρθει εδω απο την Ευρώπη  , ζαλισμένος απο το απίστευτο τοπίο και απο κείνη που σαν απο θαύμα ήταν δίπλα του ,ντρεπόταν να την φιλήσει, ντρεπόταν να την αγγίξει κι ας είχε πληρώσει και αυτή και το μπάρ που δούλευε για να τον ακολουθήσει στο νησί για μερικές μέρες . (Πόσο γρήγορα πέρασαν! Ο ήλιος εδυε πριν το καταλάβει και χρύσιζε την ακύμαντη επιφάνεια του νερού).
- Mε θυμάσαι; τη ρώτησε και κείνη τον κοίταξε σαν να μην τον είχε ποτέ της ξαναδεί κάνοντας μια γκριμάτσα αντί για χαμόγελο.
Ακόμα κι όταν της τα διηγήθηκε όλα, της ανέφερε λεπτομέρειες , εκείνη πάλι δεν μπορούσε να τον θυμηθεί. Για κείνον η πρώτη συγκίνηση , για κείνη ενας ακόμα πελάτης ανάμεσα στους χιλιάδες. (Κι ας υπήρχαν στιγμές που εκείνος τις είχε παρει για ξεχωριστές. Εκείνη να τον κρατά τρυφερά αγκαλιά και να του μιλάει γεμάτη αισιοδοξία για τα τόσα πολλά ονειρά της.)
- Μα γνωριζόμαστε! Eχεις τατουάζ, της είπε, μια μεγάλη πεταλούδα , πίσω,  λιγο πάνω απ τη μέση.
(Εκείνη η πεταλούδα που είχε πρωτοδεί όταν έστριψε το κεφάλι του , καθώς εκείνη , μια υπέροχη άγνωστη,  που φορούσε ενα κοντό μπλουζάκι, τον προσπέρασε απο την αντίθετη κατεύθυνση , ριχνοντάς του ενα χαμόγελο . Εκείνη η πεταλούδα που έβλεπε κάθε μέρα πάνω απο το μαγιό στο νησί. Εκείνη η πεταλούδα που σχεδόν κρατούσε στα χέρια του καθώς εκείνη ήταν στα γόνατα κι αυτός , απο πισω, εμπαινε μέσα της ).
Και εκείνη η θάλασσα, εκείνη η παραλία, εκείνη η καλύβα στην άμμο.
Χρόνια αργότερα είχε ξαναπεράσει απο κει. Το μέρος είχε πια πολύ κόσμο. Το νερό ήταν γεμάτο με κρις κράφτ και κάθε λογής πλοιάρια. Τραπέζια και καρέκλες εστιατορίων εκτείνονταν μέχρι εκει που έσκαγε το κύμμα. Οι περισσότεροι φοίνικες είχαν κοπεί και είχε χτιστεί μια πολυτελής resort. Όσο για την κούνια άφαντη..
- Δε σε θυμάμαι αλλα με θέλεις ; του είπε καθώς κοίταξε λοξά εναν μουσάτο εξηντάρη που  στεκόταν σαν χαμένος λίγο παραδίπλα.
( Όταν , τότε, οι μέρες και τα λεφτά είχαν τελειώσει και την αποχαιρετούσε , πόσο πονούσε η ομορφιά της!)
Λίγες στιγμές αργότερα εκείνη φιλούσε τον γέρο περιπαθώς στο στόμα. Τους κοίταζε και δεν ήξερε τι να νιώσει . Ο γέρος πολύ μεθυσμένος εχωνε το χέρι του κάτω απο τα ρούχα της , τα ανασήκωνε, κι έτσι μπόρεσε και είδε πάλι αυτη την πεταλούδα . Όλα είχαν αλλάξει μα εκείνη ήταν εκεί!
Πλόυ, σκέφτηκε, γιατί ξαφνου θυμήθηκε πως Πλόυ λέγονταν αυτή η κοπέλα με την ισωπεδωμένη ομορφιά, τί κρίμα που αυτή η πεταλούδα δεν πέταξε ποτέ μακρυά. Τι κρίμα που τσακίστηκε έτσι!
Κι ο ιδιος άραγε , πόσο να έχει αλλάξει μπροστά στον καθρέφτη του και δεν το έχει παρει χαμπάρι; Πόσα άραγε πράγματα να έχουν τσακιστεί μέσα του;
Δέκα χρόνια μετά, στο εβδομό του ταξίδι εδω. Ένας ακόμη σεξοτουρίστας χωρίς συναίσθημα.





Monday, January 5, 2015

18. Καλή χρονιά



Είναι σήμερα πρωτοχρονιά και στο ναό επικρατεί συνωστισμός. Άνθρωποι παιδεύονται για να πάρουν , έναντι αντιτίμου , την ευλογία των μοναχών ή να γονατίσουν μπροστά απο ένα βωμό. Νεαρά ζευγάρια, πατεράδες με τα μικρά παιδιά τους στους ώμους , ηλικιωμένες γυναίκες με μπαστουνάκια και βεντάλιες : όλοι στριμώχνονται αφόρητα καθώς ανεβαίνουν τα σκαλάκια που οδηγούνε στο ιερό.
Εκείνη , παρότι μισεί την πολυκοσμία, παίρνει μια βαθιά ανάσα και γίνεται ενα με το πλήθος.

Αφου τελειώσει με το προσκυνημα , πηγαίνει σ ενα χαρτομάντη που της έχουν συστήσει. Θέλει να ξέρει τί θα φέρει ο καινούριος χρόνος. Ο ηλικιωμένος άντρας ρίχνει τα ταρό και την κοιτάζει με σοβαρό ύφος. Της λέει πως μεγάλη κακοτυχία έρχεται αλλα αν θέλει μπορεί να αντιστρέψει τη μοίρα αρκει να αλλάξει τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου με κάποιον άλλο , γουρλίδικο, που θα της δώσει αυτός. Της ζητάει μισό μηνιάτικο. Εκείνη το σκέφτεται λίγο και μετά πηγαίνει προς το ATM για να βγάλει τα χρήματα.

Αργότερα , με ανανεωμένη την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, αγοράζει ενα χοντρό πάκο με λαχεία. Ξοδεύει μια ολόκληρη ώρα για να τα διαλέξει , (ένα ένα, να ταιριάζουν με τους τυχερούς της αριθμούς που ξέρει απ έξω και ανακατωτά ) και , φυσικά,  ενα σωρό λεφτά για να τα αγοράσει. Παίρνει χρόνια λαχνούς αλλα ποτέ μέχρι τώρα η τύχη δεν της εχει πραγματικά χαμογελάσει πέρα απο κάτι λήγοντες που της βγαίνουν στη χαση και τη φέξη.

Σταματάει να φάει σ’ ενα μέρος που γνωρίζει καλά. Το εστιατόριο αυτό είναι ενα απο τα αγαπημένα της, με υπέροχο φαγητό. Δεν μπορεί να αντισταθεί και παραγγέλνει τρία ολόκληρα πιάτα. Έχει παχύνει πολύ τελευταία , και νιώθει ενοχές : σκέφτεται μια φίλη της, που της έχει πει για κάτι θαυματουργά χάπια που αδυνατίζουν σε χρόνο μηδέν και σε κάνουν κανονικό μοντελάκι. Μπορεί να ελπίζει σ’ αυτά και στην επέμβαση που έχει προγραμματίσει να κάνει στη μύτη της και που , επιτέλους, θα πάψει να ναι πλακουτσωτή (Δεν θα αντέξει να ναι και φέτος άτυχη στην αγάπη).

Έίναι πια αργά . έχει σουρουπώσει και ξεχάστηκε μέσα στα δρομάκια της παλιάς πόλης που ξαφνικά σαν να ερήμωσαν. Καθώς περπατάει για να φτάσει στην καλά φωτισμένη και πολυσύχναστη λεωφόρο επιταχύνει το βήμα της , με τα μάτια της να κοιτάζουν το έδαφος. Φοβάται να σηκώσει το βλέμμα γιατί ξέρει πως φαντάσματα κρύβονται συχνά στις φυλλωσίες των δέντρων , κουρνιάζοντας πάνω στα κλαδιά , μέσα στο μισοσκόταδο.

Αποφασίζει να πάρει ενα ταξί που περνάει απο δίπλα της. Ο ταξιτζής αρνείται να βάλει ταξίμετρο και της ζητάει μια παραφουσκωμένη τιμή. Εκείνη συμφωνεί : νιώθει κουρασμένη για παζάρια και ο κεντρικός δρόμος είναι ακόμη μακρυά.

( Δεν είναι καμμιά φτωχή κοπέλα απο χωριό που αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο απο νωρίς. Η οικογένειά της ήταν καλοστεκούμενη οικονομικά, η ίδια τελειωσε ενα καλό πανεπιστήμειο και δουλεύει σε μια υψηλή θέση γραφείου με υψηλές αποδοχές.)

Ο ταξιτζής χαμογελάει μέσα απ’ τον καθρέφτη και της εύχεται καλή χρονιά .