Wednesday, March 30, 2016

26. Μια μικρή διαδρομή


Ανεβαίνω στο μηχανάκι ταξί κι ως συνήθως ο οδηγός δεν μου δίνει να φορέσω κράνος. Γίνονται πολλά ατυχήματα σε αυτούς τους δρόμους αλλά δεν βαριέσαι! Ούτε τρία χιλιόμετρα απόσταση δεν είναι! Καθώς ξεκινάμε , προχωρώντας με ελιγμούς μέσα στην κίνηση, δεν μπορώ να μην σκεφτώ παρ όλα αυτά πως τα σχεδόν δεκα χρόνια που βρίσκομαι εδώ, όλες αυτές οι μικρές διαδρομές που χω κάνει έτσι, εντελώς απροστάτευτος, πρέπει να ισοδυναμούν συνολικά με πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα.
Άραγε να παραμονεύει κάπου και η δική μου η ώρα;  Νά, ίσως εδώ, στην επόμενη στροφή!
Μια στιγμιαία ανασφάλεια. Σαν να χάνω λίγο την ισορροπία μου και σφίγγω γερά τον οδηγό για να μην πέσω. Πρίν λίγα λεπτά κοιταζόμασταν στα μάτια σχεδόν σαν εχθροί μην μπορώντας να συμφωνήσουμε στην ταρίφα αλλά τώρα που κολλάω σχεδόν πάνω του και νιώθω το παχύσαρκο σώμα του να πάλεται καθώς ανασαίνει βαριά, απηυδυσμένο απο τη ζέστη και το καυσαέριο, νιώθω ένοχος που παζάρεψα τόσο την τιμή και αισθάνομαι μια αλλόκοτη τρυφερότητα για κάποιον που θα μπορούσε να είναι ενας ανθρωπος δικός μου. Δεν ξέρω πιά αν γραπώνω το τσακισμένο απ την κούραση σώμα για να στηριχθώ ή το αγκαλιάζω.
Κι έπειτα ξεχνιέμαι για λίγο και χαζεύω όλες αυτές τις γνώριμες εικόνες που περνάν απο δίπλα μου, μιας πόλης που φορές φορές φοβάμαι πως εχω αρχίσει να μισώ γιατί ναι, είναι άσχημη, πνιγμένη μες το μπετόν, αλλά ακόμα αγαπάω: τα καροτσάκια με τους πωλητές που πουλάνε νούντλς, τους ανθρώπους που καρτερικά περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, τα σπασμένα πεζοδρόμια, τα αδέσποτα σκυλιά που βρίσκουν ανακούφιση κάτω απο κάποιον ίσκιο. Στα ρουθούνια μου πάντα αυτή η απροσδιόριστη, εθιστική μυρωδιά! Ίσως να ναι το τσίλι , ο βασιλικός και η σόγια που καίγονται μέσα σε κάποιο γουόκ καθώς το φαί ετοιμάζεται.
Έχω ανέβει χιλιάδες φορές αλήθεια σ αυτά τα μηχανάκια. Ποιά να ταν άραγε ή πρώτη φορά; Κάπου εκεί θα ταν , στην αρχή, τον καιρό που όλα έμοιαζαν γύρω τόσο παράξενα, τόσο μαγικά και δεν το ήξερα τότε αλλά ήμουν ακόμα παιδί.
Τότε που η πόλη ήταν ακόμα άγνωστη, και σε κάθε γωνία με περίμενε κάτι υπέροχο και επίφοβο που έπαιρνε σχήμα μες το σκοτάδι.
Και το πρώτο κορίτσι.
Με πήρε θυμάμαι απ το χέρι και με οδήγησε μέσα απο πολύβουα παζάρια με αλλόκοτα εξωτικά φρούτα στο φτωχικό του δωμάτιο. Κι αφού το χόρτασα και έπεσα μετά σε λήθαργο , ξύπνησα για να ανακαλύψω οτι με κοίταζε , ποιός ξέρει για πόση ώρα καθώς είχα τα μάτια κλειστά, και πως είχε πλύνει, την ώρα που κοιμόμουν, τα ταλαιπωρημένα παπούτσια μου και τα χε βάλει να στεγνώσουν στον ήλιο!
Άραγε σήμερα που δεν κρύβεται πια για μένα εδώ κανένα μυστήριο παρά μια πεζότητα, μια ισοπεδωτική κανονικότητα που λειώνει ράθυμα μέσα στον καύσωνα, μήπως περιμένω ενδόμυχα να είναι άγρια και αναπάντεχη η επόμενη στροφή ;
(Μάθε μου πως καθαρίζεις τον ανανά χωρίς να τον κόψεις φέτες
Μάθε μου πως πλέκεις εκείνες τις μακριές πλεξούδες που κουνιούνται πέρα δώθε καθώς τα κοριτσάκια τρέχουν ανέμελα
Μάθε μου πως φτιάχνεις τις λουλουδένιες γιρλάντες που κρέμονται στους καθρέφτες των αυτοκινήτων και στους βωμούς
Μάθε μου πως να τρώω με ξυλάκια. Θέλω να το ξεχάσω για να μου το μάθεις ξανά!
Πήγαινέ με στον ναό που βρίσκεται δίπλα στο κανάλι να ταίσουμε τα γιγάντια γατόψαρα. Με τα πρώτα ψίχουλα που πέφτουν μες το νερό μαζεύονται κατά δεκάδες χοροπηδώντας!)
Η επόμενη στροφή είναι όμως όπως πάντα ήσυχη.
Φτάνουμε στον προορίσμό μας. Κατεβαίνω απο το μηχανάκι και ο οδηγός με κοιτάξει χαρούμενα κι έκπληκτα καθώς του δίνω τα διπλάσια απο όσα είχαμε συμφωνήσει χώρις να ξέρει πως και λίγα ήταν γιατί , αθελά του, δεν με έφερε πίσω στον βαρετό μου διαμέρισμα αλλά με πήγε ενα ταξίδι πίσω στο χρόνο.