Saturday, December 28, 2013

8.Κόκκινο

Μην γράφεις ποτέ το ονομά σου  ή τα ονόματα άλλων με κόκκινο μελάνι!
Κόκκινο...Σ όλη την κινέζικη συνοικεία κυριαρχεί  αλλά ειδικά οι κινέζικoi ναοί είναι κατακόκκινοι. Οπως και οι τοίχοι / βιτρίνες των χρυσοχοείων και των περισσότερων ενεχυροδανειστηρίων. Κόκκινα είναι τα μπλουζάκια πολλών περαστικών κάθε Κυριακή. Όπως και τα στόματα πολλών ηλικιωμένων στα χωριά που μασουλάνε τον κόκκινο,  ελαφρά ναρκωτικό ,καρπό ενός τροπικού φυτού.
Ενας  φάκελος που περιέχει χρηματικό δώρο : κόκκινος. Το φαγητό στο πιάτο σου σ ενα εστιατόριο του δρόμου : συνήθως περιέχει τόσο πολύ κόκκινο τσίλι που αρχίζει να φαίνεται κόκκινο.
Κόκκινο όμως είναι κι ενα απ τα χρώματα της σημαίας. Είναι το αίμα που θυσιάστηκε για να είναι υποτίθεται η χώρα σήμερα ελέυθερη ,στην πραγματικότητα το αίμα το οποίο ξοδεύτηκε απρόσεχτα λες και ήταν νερό , για να θεμελειώθεί η εξουσία του κράτους και των προνομιούχων. ( Σημερινές εφημερίδες , σημερινές φωτογραφίες : κόκκινο δίπλα απ τον πεσμένο διαδηλωτή, κόκκινο δίπλα  απ τον πεσμένο αστυνομικό, κόκκινο δίπλα κι απο εκείνον που βρέθηκε τυχαία στη μέση της σύγκρουσης.)
Κόκκινο. Το χρώμα της χαράς. Το χρώμα της ευμάρειας .Το 'τυχερό' χρώμα της Κυριακής και το  'άτυχο' της Δευτέρας. Διαχρονικά το χρώμα των πολιτικών συγκρούσεων. Το χρώμα της πολιτιστικής και οικονομικής επιρροής της Κίνας σ όλη την Νοτιοανατολική Ασία.
Το χρώμα του αίματος κάθε φορά που στα σχολεία η σημαία υψώνεται στον ιστό της κι όλα τα παιδιά τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο .Tο χρώμα με το οποιό γράφουν το όνομα των νεκρων πάνω στο φερετρό τους καθώς το σωμα  περιμένει την αποτέφρωση.





Friday, December 20, 2013

7.Καθρεύτες

Μπαίνεις σ ενα μαγαζί με ρούχα. Διαλέγεις κάτι και θες να δείς αν πηγαίνει καλά πάνω σου. Σπάνια όμως υπάρχουν δοκιμαστήρια ,κι όταν είναι κάτι που μπορείς να προβάρεις σε δημόσια θέα, συχνά, δεν υπάρχουνε ούτε καθρεύτες.
Η πωλήτρια , αυτή τη φορά, λύνει το πρόβλημα : σηκώνει το κινητό της και σε φωτογραφίζει! Καθως κοιτάζεις τη φωτογραφία- ναι, τελικά το ρούχο σου παει- αναρωτιέσαι : άραγε να συμβαίνει πια έτσι σ όλο τον κόσμο ή μόνο στο μέρος αυτό της Ασίας που βρίσκεσαι ;
Τα τελευταία χρόνια, βλέπεις τους καθρεύτες να χάνουν σιγά σιγά τη μάχη, να σπανίζουν όλο και περισσότερο, σχεδόν να εξαφανίζονται. Και δεν είναι μόνο τα κομμάτια γυαλιού μέσα σ ενα περίγραμμα που εκλίπουν. Η εποχή που οι άνθρωποι περπατούσαν και σταμάταγαν καθε λίγο και λιγάκι σε κάθε είδους αντανάκλαση για να κοιταχτούν, μάλλον εχει περάσει.
Σκέφτεσαι το κορίτσι που συνήθιζε να σταματάει στη μέση της διαδρομής της μπροστα απο ενα κλειστό τζάμι αυτοκινήτου ή μια γούβα με νερό για να φτιάξει τα μαλλιά της και για να παρατηρήσει , να αγγίξει το προσωπό της . Λες για να βεβαιωθεί οτι αυτό βρίσκεται ακόμα στη θέση του, σ ενα είδος εσωτερικού διαλόγου. Κάτι που , όπως και οι περισσότεροι γύρω της, δεν κάνει πια : το νέας γενιάς κινητό της ή η ψηφιακή της μηχανή , μέσα σε δευτερόλεπτα, αποθηκεύουν την εικόνα της την οποία μπορεί να μεγενθύνει και να κοιτάξει μετά , όσο προσεκτικά θέλει . Έτσι το κοίταγμα, το ενίοτε ναρκισσιστικό, ενίοτε αγωνιωδώς υπαρξιακό βλέμμα που ρίχνει πάνω στον εαυτό της ,γίνεται λιγότερο ευφήμερο μιας και αποτυπώνεται και μπορεί να επαναληφθεί πανομοιότυπο αναρίθμητες φορές.
Ο εσωτερικός διαλογος δε ,συχνά γίνεται πλέον δημόσιος . Η ματιά πάνω στον εαυτό μοιράζεται με ενα σωρό άλλους ανθρώπους όταν ποστάρεται ως φωτογραφία στο ιντερνέτ σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Και είναι παράξενο αλλά το βλέπεις καθαρά. Ειδικά οι Ασιάτες ,που έχουν μανία με τις νέες τεχνολογίες και τα κάθε είδους gadget,  ποτέ άλλοτε δεν ήταν ερωτευμένοι με την εικόνα του εαυτού τους τόσο όσο είναι σήμερα.  Εντούτοις οι καθρεύτες τους είναι πια άχρηστοι : το να κοιτάζεσαι σ αυτούς είναι απλά ένδειξη οτι ανήκεις σε μια άλλη εποχη.

Sunday, November 24, 2013

6. Μηχανάκια

Δεν υπάρχει γυναίκα εδω που εστω περιστασιακά να μην τα χρησιμοποιεί. (Γιαγιάδες 70 χρονών καβαλάνε παπάκια για να πάνε να δούν τα εγγόνια τους λίγα στενά μακρυα. Εντεκάχρονα κοριτσάκια ντυμένα ακόμα με τις σχολικές τους ποδιές πηγαίνουν τρικάβαλο μέχρι το μπακάλη να αγοράσουνε παγωτά. ) Το ίδιο λίγο πολυ συμβαίνει σ ολες τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας ειδικά στην επαρχία. Θα λεγε κανείς: είναι ενα είδος χειραφέτησης, μια ένδειξη του όντως υπαρκτού εδω δυναμισμού των γυναικών . Ομως δεν ξέρω πόσο ενας τέτοιος ισχυρισμός έχει όντως κάποια βαρύτητα σ αυτή την περίπτωση. Η χρήση ενος τέτοιου απλού μέσου μεταφοράς μέσα σ αυτό το πλάισιο αναφοράς μοιάζει αυτονόητη, κι είναι χειραφέτηση όχι περισσότερο απ ότι το περπάτημα.
Όπως και νάναι ο δυτικός συμβολισμός που συνδέει το μηχανάκι με κάτι αγριο και ματσό, με τους εφήβους να ξεκινάνε την προσωπική τους μυθολογία καβαλώντας το -και ταυτόχρονα αρχίζοντας το κάπνισμα-  μοιάζει να μην έχει και πολύ εφαρμογή σ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Το να καβαλάς απλά ενα μηχανάκι δεν έχει την παραμικρή αίγλη εδω . Για να αποκτήσει πάλι  το νοημά του πρέπει λοιπόν να κάνεις το κάτι παραπάνω. Φανελλάκια  με νεκροκεφαλές,  κέλτικους - ή και ναζιστικούς κι ας μην πολυξέρεις τι σημαίνουν- σταυρούς,  κολλητά παντελόνια, περιεργες κομμώσεις, μηχανάκι που του εχεις κάνει  αυτοσχέδιες προσαρμογές και του έχεις δώσει εξεζητημένο ντιζάιν, ενα λαχταριστό κορίτσι στη σέλα που να ναι ντυμένο προκλητικά. Είναι κύρίως η ταχύτητα όμως που , όπως σ όλα τα μέρη του κόσμου, κάνει τη διαφορά. Όταν όλοι πηγαίνουν με σαράντα , εσυ, ο πιτσιρικάς με το αλαζονικό και ημιπαράνομο lifestyle ,μαρσάρεις πατώντας στο τέρμα το γκάζι στις ασιατικές λεωφόρους έχοντας κατα προτίμηση δυο τρείς μπάτσους στο κατόπι σου. Κι είναι ο αέρας που ανεμίζει τα μαλλιά σου- παρόλο τους τόνους λακ που τους έχεις βάλει -που κάνει τη διαφορά!

Tuesday, November 5, 2013

Μια παρένθεση

ΜΑΝΙΛΑ-ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ  (Μια παρένθεση )

Κοντά στο guesthouse της συμφοράς που μένω έχει ενα κινέζικο εστιατόριο με θαλασσινά. Αν περνάς απ έξω μπορείς να δεις τις τετράγωνες γυάλες με τα διάφορα πλάσματα που περιμένουν το θανατό τους. Κάτι τεράστια καβούρια με τισ δαγκάνες δεμένες,κάτι κόκκινα ψάρια με γουρλωτά μάτια , γαρίδες που κολυμπάνε όλες μαζί προς μία κατεύθυνση κουνώντας αστεία τα ποδαράκια  τους.
Ενας αστακός τόσο μεγάλος που τα μουστάκια του προεξέχουν μισό μέτρο έξω απο τη γυάλα.
Τα παρατηρώ με ενδιαφέρον.
Ένας πελάτης έρχεται και παραγγέλνει. Μία απόχη ανυψώνει μερικές πανικόβλητες γαρίδες.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

'Here is Philippines, my friend! Money talks!'
Ο γέρος ρεσεψιονίστ χαμογελάει. Είναι ώρα τώρα που μου διηγείται την ιστορία της ζωής του.
'Απο μικρός ήμουνα δυο πράγματα: Εραστής και τζογαδόρος! Αλλά κυρίως εραστής. Στα νιάτα μου δεν υπήρχε θηλυκό που να περνούσε απο μπροστά μου και να μην ήθελα να το ρίξω στο κρεβάτι.
Τότε ήταν καλές εποχές. Έβγαζα πολλά. Πλήρωνα και είχα  όποια ήθελα. Και πάντα έδινα παραπάνω απ όσα μου ζητούσαν. Ήμουνα κύριος.
Αν ενα κορίτσι σ ικανοποιήσει γιατί να μην το πληρώσεις καλά; Θα ένιωθα άσχημα αν έκανα σεξ τζάμπα.
Ακόμα και τώρα στα εβδομήντα εννιά έχω ορέξεις. Και καμμιά φορά την κάνω την κουτσουκέλα μου. Κι ας είμαι τώρα άφραγκος. Ολο και κάτι περισσεύει. Τα κορίτσια συνέχεια με τσιγκλάνε. Περνάνε απο μπροστά μου κουνώντας τους κώλους τους και μου λένε : 'Τόνυ , θέλεις σήμερα να περάσεις καλά; Μόνο 300 πέσος για μια ωραία πίπα!' Εμενα όμως δεν μου αρέσουν οι καταραμένες πίπες! Θέλω να πηδάω!Οπότε, όταν έχω, πληρώνω όλο το ποσό, 500 πέσος.
Απλά σήμερα μετράω τα λεφτά. Κάποτε  έβγαζα το μήνα , σημερινά λεφτά, 600000 πέσος. Τωρα για να βγάλω τα 500 για να  το 'κάνω' πρέπει να δουλεύω 2-3 μέρες.
Και σκέφτομαι: 5 λεπτά απόλαυσης και μετά -πάφ!- το πεντακοσάρικο έγινε καπνός. Ενώ αν πάω στο σούπερ μάρκετ ξέρεις τί μπορώ να αγοράσω με 500 πέσος;
Προχτές ένα απο τα κορίτσια -μένει στο 310 , πολύ καλοφτιαγμένο, θα ναι δε θάναι 17 χρονών- μου είπε: ' Τόνυ, το δωματιό μου χρειάζεται ανεμιστήρα'
Και γιατί δεν αγοράζεις ενα; της είπα. 400 πέσος κάνει μόνο.
'Δεν έχω λεφτά Τόνυ.'
Σκέφτηκα: Θα την πηδήξω φτηνότερα και θα της δώσω να παρει τον ανεμιστήρα! Μετά κοίταξα τις γαμημένες τσέπες μου. Δεν είχαν μέσα ούτε 100 πέσος.'
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Περπατάω μόνος στους δρόμους του Μαλάτε και της Ερμίτα. Είναι περιοχή με έντονη νυχτερινή ζωή. Υπάρχουν εδώ κι ενα σωρό ξενοδοχειάκια για backpackers.
Οι backpackers όμως είναι άφαντοι. Φαίνεται πως όλοι έχουνε φύγει για Boracay. Μόνο κάτι πενηντάρηδες τουρίστες με κοιλιές και έκφυλες φάτσες τριγυρίζουν στα bar.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Μένοντας σ αυτή τη γειτονιά δεν μπορείς παρα να σκέφτεσαι συνέχεια το σεξ. Παντού βρίσκεις μπροστά σου καραόκε clubs και μασατζίδικα. Σε κάθε γωνία διάφοροι κράχτες σου κλείνουν το μάτι και προσπαθούν να σου πλασάρουν γυναίκες.
Όλοι σου λένε πως μπορούν να σου βρούν νέα κορίτσια. Πολύ νέα! Πόσο νέα άραγε;
To guesthouse πάντως που μένω είναι γεμάτο πειρασμούς. Νεαρές κοπέλες βαμμένες και παρφουμαρισμένες , κυκλοφορούν στους διαδρόμους του φορώντας τοσοδούλικα μίνι ή πετσέτες μπάνιου.
Συνεχώς- κατα λάθος!- με ακουμπάνε καθώς περνάν απο δίπλα μου.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ξαναπερνάω απο το κινέζικο εστιατόριο με τα θαλασσινά. Τα κοκκινα ψάρια λείπουν. Ο αστακός όμως είναι ακόμα εκεί. Το ίδιο και τα καβούρια. Ποιος να ξέρει όμως αν είναι τα ίδια με χτές!
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο Τόνυ μου λέει: ΄Δεν καταλαβαίνω γιατί κοιμάσαι μόνος τις νύχτες. Είσαι νέος ! Διάλεξε ενα κορίτσι και πήδα το!'
Είχε μπαρκάρει στα δεκαπέντε του αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου. Αργότερα πήγε εθελοντής στην Κορέα , όχι στο μέτωπο αλλα σε δουλειά γραφείου. Έζησε χρόνια εκεί. Δούλεψε για την αμερικάνικη κυβέρνηση. Αργότερα έζησε αρκετά χρόνια και στην Ιαπωνία.
'Ποτέ δεν αγάπησα τους Γιαπωνέζους. Απάνθρωποι. Στην κατοχή κυκλοφορούσαν με το όπλο στο χέρι. Αν κάποιος δεν υποκλινόταν όταν τους έβλεπε τον πυροβολούσαν.
Ρήμαζαν τα χωριά. Οι Αμερικάνοι ξέρεις φρόντιζαν τους στρατιώτες τους. Πάντοτε είχαν προμήθειες και τους παρείχαν πολλά γεύματα την ημέρα. Οι Γιαπωνέζοι όμως είχαν μόνο ενα γεύμα: ρύζι με ξερό ψάρι! Τί να σου κάνει αυτό; Αρπαζαν λοιπόν ότι έβρισκαν απο τις χώρες που κατακτούσαν. Αν δεν ήθελες να τους το δώσεις σε σκότωναν.'
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τσεκάρω τις σημειώσεις μου.
Πρέπει οπωσδήποτε να παώ στην Chinatown . Στη Μανίλα βρίσκεται λέει η μεγαλύτερη κινέζικη συνοικία στον κόσμο. Και μετά να παώ στο Μακάτι , περιοχή με μεγάλες επιχειρήσεις και κιριλέ mall για να χαίρονται οι φραγκάτοι Φιλιππινέζοι.
Και να μην ξεχάσω την παλιά πόλη. Οτι απόμεινε δηλαδή απο την παλιά Μανίλα που ισοπεδώθηκε στον β παγκόσμιο.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχει θεός να τιμωρήσει αμαρτίες, Ούτε νόμοι να με σταματήσουν.
Δεν ξέρω τί μ εμποδίζει να διαλέξω μία απο αυτές τισ κοπελίτσες με το σκουρόχρωμο δέρμα και τα λεπτά πόδια και αν τις σφυροκοπήσω μέχρι να εκτονωθώ.
Μοσχομυρίζουν. Θα είναι απαλές.
Εχουν τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου.
Αντ αυτού περνάω τις νύχτες μου με τον Τόνυ. Ποτέ δεν κουράζεται να διηγείται.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

'Ήμουνα τότε στα σαράντα , αυτή στα είκοσι. Μέχρι να της κάνω πρόταση γάμου την είχα δεί κι είχαμε μιλήσει λιγάκι, το πολύ δυο-τρεις φορές.  Της ήρθε λίγο ξαφνικό. Μου λέει- μ αυτό το ξινό ύφος που είχε-  εντάξει μίστερ Τόνυ δώστε μου μια βδομάδα για να το σκεφτώ. Της είπα: Θα περάσω το επόμενο Σάββατο την ίδια ώρα.
Το επόμενο Σάββατο, πράγματι, πηγαίνω απ το σπίτι της, λέω του ταξιτζή να περιμένει,χτυπάω το κουδούνι,  μου ανοίγει η ίδια .
Ναι ή οχι ; της λέω.
Μου λέει :' Πέρασε μέσα.'
Της ξαναλέω: ΝΑΙ Η ΟΧΙ ; Αν είναι οχι να φύγω το ταξί περιμένει!
'Αντε!' μου λέει, 'αντε, μπες μέσα, ναι!'
Στην αρχή ξέρεις, όταν βγαίναμε -αρραβωνιασμένοι πια - εκείνη πάντοτε αργούσε . Πότε είκοσι λεπτά, πότε μισή ώρα, πότε παραπάνω. μετά προσεξα πως δεν φορούσε ρόλόι . Πήγα λοιπόν σ ενα καλό μαγαζί, διάλεξα ενα απλό , κομψό ρολογάκι-ξέρεις ίσα ίσα για να έρχεται στην ώρα της.
Το δέχθηκε, είπε ευχαριστώ, την επόμενη φορά όμως πάλι άργησε! Και πρόσεξα πως δεν φορούσε καν το ρολόι!
Μου παραπονέθηκε:' Μα πώς να κυκλοφορήσω μ ενα τέτοιο παλιορολόι; Πηγαίνουμε σε καλά μαγαζιά, τρώμε σε καλά εστιατόρια, στα διπλανά τραπέζια είναι όλος ο καλός κόσμος, ...Ντρέπομαι να με βλέπουν μ ενα ρολόι τόσο φτηνό!'
Δεν είπα τίποτα. Πήγα λοιπόν την άλλη μέρα στο ίδιο μαγαζί και ζήτησα το πιο ακριβό γυναικείο ρολόι που είχαν. Μου δείξανε ενα, έκανε μια περιουσία. Υπολόγισα πως θα μου κόστιζε αρκετά μηνιάτικα, το σκέφτηκα λίγο, ρώτησα κι εναν συνεργάτη απο τη δουλειά. Μήπως κάνω τρέλα που θέλω να ξοδέψω τόσα για το τάδε ρολόι; Με ρωτάει :' Για γκόμενα θα το πάρεις;' Του λέω , όχι, για τη μέλλουσα γυναίκα μου είναι!
Μου λέει τότε: 'αν είναι για τη γυναίκα σου Τόνυ, τότε πάρτο!δεν  είναι υπερβολή, και γω για τη δικιά μου γυναίκα παρόμοιο έχω αγοράσει!'
Το αγόρασα λοιπόν κι όταν της το έδωσα δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά της.
'Αυτό μάλιστα! 'είπε. ' είναι ενα πολύ ωραίο ρολόι!'
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αμέτρητοι άστεγοι στους δρόμους. Πολλοί απ αυτούς παιδιά που περιφέρονται ντυμένα με κουρέλια και ζητιανεύουν. Μου λένε πως οι περισσότεροι έρχονται απ την επαρχία κάθε φορά που έχει πλυμμύρες ή τυφώνες. Εχουν χάσει ότι έχουν και δεν έχουν σε μια νύχτα , και μετά αναγκάζονται να έρθουν στη Μανίλα για να επιβιώσουν όπως όπως.
Είναι βράδυ. Μέσα απο το ταξί καθώς διασχίζουμε τη λεωφόρο και τα φώτα πέφτουνε πάνω τους, βλέπω δεκάδες ζευγάρια μάτια παρατεταγμένα κατα μήκος του δρόμου, να κοιτάζουν με απόγνωση, και να ορμάνε μπουλούκια, ζητώντας ελεημοσύνη στα φανάρια.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Chinatown της Μανιλα , όπως οι περισσότερες κινέζικες γειτονιές ανα τον κόσμο, είναι πολυσύχναστη, γεμάτη μυρωδιές, εστιατόρια και χρυσοχοεία. Στην περίπτωση της Μανίλα γεμάτη και με αποκρουστικές πενηντάρες,- πουδραρισμένες τόσο που μοιάζουν με φαντάσματα- που προσπαθούν να σε πείσουν να τις ακολουθήσεις για να σου δείξουν- τί άλλο;- 'ωραία μικρά κορίτσια!'
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
΄
'Ήταν ήδη κάπου στο 80 ,' έιπε ο Τόνυ, ' και δεν είχα πλέον μέλλον στην Κορέα, ήδη είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν τους ξένους με ντόπιους, με δικούς τους ανθρώπους. Είπαμε μ ενα φίλο μου να κάνουμε μια δουλειά . Βάλαμε πολλά λεφτά, αγοράσαμε εξοπλισμό, βρήκαμε προμηθευτές, κλείσαμε εμπόρευμα. Ολα πήγαιναν καλά, ξεραμε και οι δύο τί έπρεπε να κάνουμε, γνωρίζαμε κόσμο, τα είχαμε υπολογίσει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Τελευταία στιγμή κι ενω ο δικηγόρος μας είχε διαβεβαιώσει για το αντίθετο, αρνήθηκαν να μας βγάλουν άδεια. Προσπαθήσαμε να λαδώσουμε αλλα μας είπαν πως ούτε έτσι μπορούσε να γίνει κάτι. Καταστραφήκαμε. Ήταν τότε που η γυναίκα μου έγινε έξω φρενών και με παράτησε όταν κατάλαβε πως είχα χάσει σχεδον όλη μας την περιουσία. Πούλησε το σπίτι που είχα γράψει στο ονομά της, σήκωσε τις καταθέσεις της ,πήρε την κόρη μας κι έφυγε για την Αμερική.
Εγω αποφάσισα να γυρίσω στις Φιλιππίνες, με πολύ λίγα λεφτά πλέον, αισιόδοξος πως με την εμπειρία που είχα και τον κόσμο που ήξερα θα πήγαιναν όλα καλά.'
'Money talks everywhere!' λέω του Τόνυ και πηγαίνω να κοιμηθώ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Απο το διπλανό δωμάτιο ακούγονται βογκητά και το κρεβάτι που τρίζει ρυθμικά.Οπως κάθε νύχτα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κάθε φορά που κοιτάζω τις γυάλες, οι γαριδούλες μου φαίνονται τόσο χαριτωμένες που λυπάμαι να τις χαραμίσω.
Το σκέφτομαι τόσες μέρες αλλά τελικά το αποφασίζω.
Μισώ τους ανόητους συναισθηματισμούς.
Μπαίνω μέσα και παραγγέλνω.
Αυτή τη φορά η απόχη βυθίζεται και ανυψώνεται για μένα.
Οι γαρίδες χοροπηδάνε σαν τρελές σε μια ύστατη προσπάθεια να επιστρέψουν στο νερό.
Μετά απο είκοσι λεπτά θρυματίζω μερικές απ αυτές με τα δόντια μου

Thursday, October 10, 2013

5. Ελέφαντες


Σπανίζουν πλέον στην πρωτεύουσα . Κι όμως λίγα χρόνια πρίν η παρουσία τους ήταν καθημερινή.
( Tους έσερναν οι mahut αλυσσοδεμένους οδηγώντας τους προς τις τουριστικές περιοχές. Οι φιγούρες τους ξεχώριζαν απο μακρυά καθώς εξείχαν πάνω απο βιαστικούς ανθρώπους, απο τέντες μικρομάγαζων του δρόμου,  απο μηχανάκια , απο τρίκυκλα και απο σειρές σταματημένων απο την κίνηση αυτοκινήτων.)
Πολλοί ντόπιοι πίστευαν οτι έφερναν γούρι. Οταν οι mahut τους οδηγούσαν σε περιοχές με μασατζίδικα και bar , ενα μικρό σούσουρο γινότανε πάντα στη θέα τους. Κοπελίτσες με μίνι , μακιγιάζ και ψηλά τακούνια μαζεύονταν στο πι και φι τριγύρω . Οι πιο θαρραλέες έδιναν ενα χαρτονόμισμα για να περάσουν τρείς φορές κάτω απ την κοιλιά του ελέφαντα απ τη μία πλευρά στην άλλη . Η τύχη δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτηθεί χωρίς κόπο ή ρίσκο: μια απρόβλεπτη κίνηση του ζώου και η κοπέλα απο κάτω του θα μεταμορφωνόταν αυτόματα σ ενα σωρό απο σάρκες και κόκκαλα.
Οι τουρίστες απ την άλλη λογαριάζονταν πλούσιοι άρα τυχεροί ήδη . Σ αυτούς οι mahut  πούλαγαν  σακουλάκια με κομμάτια ζαχαροκάλαμα  ,για να έχουν τη χαρά να τους 'ταίσουν' 
Πριν ακόμα προλάβουν να τείνουν το χέρι με την τροφή προς το μέρος του ο ελέφαντας τέντωνε την προβοσκίδα του και την άρπαζε με απερίγραπτη δύναμη, σχεδόν με βιαιότητα. Κομμάτι - κομμάτι και πιο βίαια μέχρι να τελειώσει το σακουλάκι και η προβοσκίδα στον αέρα να απαιτεί κι άλλο. Οι τουρίστες διασκέδαζαν : ενας ελέφαντας είναι ενα θέαμα εξωτικό και ασυνήθιστο!
(Προχωρούσαν αργά και νωχελικά .Ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία βάδιζαν  κοιτάζοντας ανέκφραστα το κενό , λες και δεν υπήρχε όλο αυτό το πανδαιμόνιο τριγύρω τους. Πότε πότε μόνο κουνούσαν τα τεράστια αυτιά τους για να δροσιστούν ή έψαχναν σε δέντρα, καδους απορριμάτων και χέρια περαστικών για φαγητό.
Υπακουαν στον αφέντη τους και το ραβδί του , ενα ραβδί με μια σιδερένια λάμα στην άκρη : τους απήγαγαν μωρά απο τη ζούγκλα και τους έμαθαν να πειθαρχούν και να φοβούνται , αφού έσπασαν τη θελησή τους με μια σειρά βασανιστηρίων.
Πεινασμένοι, απελπισμένοι, παραιτημένοι, γεμάτοι μίσος ή μήπως απλή απαξίωση για το ανθρώπινο γένος;  Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τί συμβαίνει μες το μυαλό ενος κτήνους.)
Οταν το βράδυ έπεφτε για τα καλά, οι ελέφαντες χάνονταν ξαφνικά λες και τους κατάπινε το σκοτάδι. Οι mahut τους οδηγούσαν μακρυά απ τα φώτα ,ποιός ξέρει σε ποια αλάνα, ποιός ξέρει σε ποια χαλάσματα για να κοιμηθούν. Απομακρύνονταν αθόρυβα απο το προσκήνιο, λες και βαδίζοντας προς ενα τόπο λήθης , την ίδια ώρα που η πόλη , συνέχιζε την ξέφρενη ζωή της.












Friday, September 13, 2013

4. Βροχή

Ένας θόρυβος με βγάζει απ τις σκέψεις μου . Είναι απόγευμα και η βροχή χτυπιέται πάνω στη λαμαρινένια σκεπή, όπως σχεδόν κάθε μέρα τέτοια ώρα. Μονάχα ακουγοντάς μπορώ να καταλάβω πότε δυναμώνει και πότε ησυχάζει. Τόσα χρόνια στην πόλη έπεφτε βουβά πάνω στο μπετόν . Εδώ όμως είναι διαφορετικά : νιώθω λες και είναι ζωντανή και κυκλώνει το μικρό μου δωμάτιο. Ενας ρυθμικός συγκοπτόμενος ήχος, όταν ψιχαλίζει. Ενα αραγές βουητό , που κυριαρχεί πάνω σε οποιονδήποτε άλλον ήχο, όταν 'ρίχνει' για τα καλά.
Συχνά τυχαίνει να με ξυπνάει απότομα μες το βράδυ και να με μπερδεύει : Που βρίσκομαι ; Πόσο χρονών είμαι ; Εχω χάσει την αίσθηση προσανατολισμού και δεν ξέρω προς τα πού είναι ο διακόπτης για να ανοίξω το φώς . Δοκιμάζω ψηλαφώντας να αναγνωρίσω κάτι ,μα αυτά που ψάχνω είναι τοίχοι, επιπλα και αντικείμενα που ανήκαν σε κάποιο παλιό μου δωμάτιο που νόμιζα πως είχα ξεχάσει.
Τώρα όμως είναι απόγευμα. Σηκώνομαι κι ανοίγω την πόρτα. Μικρά ρυάκια έχουν ήδη σχηματιστεί στους δρόμους . Ανθρωποι περνάνε πάνω στις μηχανές τους φορώντας αδιάβροχα - απλές ημιδιάφανες σακούλες στα μέτρα του σώματος. Παιδιά παιζουν κάτω απο τα υπόστεγα. Δίπλα τους τα σκυλιά ,με το σαγόνι στο χώμα ,τεμπελιάζουν ή μελαγχολούν -ποιός ξέρει; -κοιτάζοντας όλο αυτό το νερό που πέφτει διαγώνια.  Απ τις ανοιχτές πόρτες των μικρών σπιτιών απέναντι που βρίσκονται στην αράδα βλέπω τις νύφες-μητέρες να ετοιμάζουν το δείπνο. Οι γιαγιάδες κάθονται πάνω σ ενα πάγκο δίπλα στο κατώφλι και καπνίζουν , χαζεύοντας κι αυτές τη βροχή.
Προχωράω μερικά βήματα. Τί θα ήταν η ζωή χωρίς τις παρορμήσεις; Αφήνω τη βροχή να με χτυπήσει μέχρι που γίνομαι μούσκεμα. Πότε νιώθω τη βροχή δυσοίωνη , πότε ελπιδοφόρα, ποτέ όμως δεν με φοβίζει. Κάποιος έρχεται και μου προσφέρει μια ομπρέλα.
( Τόσα πράγματα που θέλω να σου πω, κι οταν βρέχει να θέλω να σου πω ακόμα περισότερα αλλά να μην υπάρχουν οι λέξεις)

Τώρα όμως είναι νύχτα. Μες το σκοτάδι του δωματίου μου ακούω τη βροχή να λυσσομανά πάνω στις σκεπή. Δυο λεπτά αρκούν για να συνηθίσω το θόρυβο τόσο ,που να νομίζω πως επικρατεί σιωπή. Ανοίγω ξανά την πόρτα . Τα ρυάκια γυαλίζουν αλλόκοτα κάτω απ τα λαμπιόνια του δρόμου. Μόνο φαντάσματα θα βρίσκονται τέτοια ώρα πάνω στις μηχανές.








Friday, September 6, 2013

3.Φολκλόρ

Ο Δυτικός άνθρωπος έχει παντα την τάση να ορίζει τους άλλους πολιτισμούς βάζοντας ως σημείο αναφοράς τον δικό του.( όταν γυρίζει απο δω σου διηγείται για τις παγόδες, το Μεγάλο Παλάτι , τα μηχανάκια -ταξί που περιμένουν στη γωνία, έναν αγώνα kick boxing ).Τόποι, έθιμα, λαοί παρουσιάζονται ως κάτι εξωτικό : αυτό που τους χαρακτηρίζει σώνει και καλά δεν είναι τα σημεία ταύτισης αλλά πάντοτε τα σημεία διαφοροποίησης τους με τις συνήθεις παραστάσεις του πάλαι ποτέ  αποικιοκράτη. ( σου μιλάει για τις  χαρτοπετσέτες των εστιατορίων που ναι πάντοτε ρόζ και μικροσκοπικές, τα φαναράκια που ανεβαίνουν στον ουρανό, τις πλωτές αγορές).Οτι είναι μοναδικό και αξιοπερίεργο είναι δήθεν η ψυχή και η ουσία της κάθε κουλτούρας που ο Δυτικός τουρίστας /ταξιδιώτης/ συγγραφέας/αναλυτής/ ειδικός  καλείται να περιγράψει και να ερμηνεύσει.( γράφει για την μπύρα που εδω σου σερβίρουν με παγο, τους ελέφαντες, τους πάγκους στους δρόμους τους φορτωμένους με  περίεργα φρούτα και βότανα)
Το μέρος που βρίσκομαι -μια γωνιά της Νοτιοανατολικής Ασίας -δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ τον κανόνα. Στο φαντασιακό του ξένου ταυτίζεται μονίμως με μια σειρά απο δήθεν χαρακτηριστικά σημεία που ποικίλουν ανάλογα με το βαθμό εξοικειωσής του και τον χρόνο που έχει ξοδέψει εδω. Κι αν φαινομενικά η ανάλυση προχωράει σε βάθος, η οπτική σπάνιως αλλάζει. ( φωτογραφίζει το ηλιοβασίλεμα στο ποτάμι, τα φώτα νέον που δεσπόζουν στις περιοχές με τα bar, ενα νεροβούβαλο κι ενα Βούδα, χαμογελαστές γυναίκες -μινιατούρες, τρίκυκλα, γιρλάντες με λουλούδια για την καλή τύχη)
Πολύχρωμες εικόνες και ιδεες που καταναλώνονται / πουλιούνται με ευκολία. Απαντήσεις πάνω σε ερωτήσεις που- αλίμονο -δεν έχουν καμμία σημασία. Επιστήμες που χτίζονται πάνω στο τίποτε. Ταξινομήσεις που υπάρχουν μόνο στα κεφάλια των Δυτικών.
Μισώ το φολκλόρ.
.

Sunday, September 1, 2013

2.Ταξιτζήδες

Μια φωτογραφία στ αριστερά σου- οδηγούν 'ανάποδα' εδώ-  δίπλα απο το παράθυρο. Κοιτάζεις τον σημερινό άνθρωπο καθώς οδηγάει και τη συγκρίνεις : απο τότε που έπιασε το τιμόνι έχει γεράσει τόσο ,που λες πως τον χτύπησε κάποια αρρώστεια . Η εποχή που στηνόταν μπροστά στον φωτογραφικό φακό, τρία, πέντε, δέκα χρόνια πρίν , μια μακρινή ανάμνηση.
Άλλες φορές πάλι, ξεκάθαρα ,είναι άλλος αυτός που οδηγεί κι άλλο το εικονιζόμενο πρόσωπο που είχε πάρει κάποτε την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος και η φωτογραφία του βρίσκεται εκεί μαζί με το ονομά του στα αγγλικά κι ενα νούμερο.
Υποτίθεται όμως πως αυτό δε θα έπρεπε να σε νοιάζει : πιο πολύ σ απασχολεί που κάθε φορά το αυτοκίνητο  κολλάει στην κίνηση.
Επιλέγει να ναι φιλικός. Κάνει πολλές χειρονομίες μιας και η γλώσσα είναι εμπόδιο κι όχι σύμμαχος. Αλλες φορές πάλι είναι σιωπηλός. Η φωτογραφία και ο ίδιος αρνούνται να πουν κάτι για τον χαρακτήρα του.
Το νούμερο στο ταξίμετρο ανεβαίνει αργά αργά εδώ. Καθώς το αυτοκίνητο κινείται ,τα διάφορα χαιμαλιά, που να κρεμασμένα στον καθρέφτη ,συστρέφονται. Στο παμπρίζ λουφάζουν μικροί πλαστικοί βούδες.
Στο μυαλό του οδηγού τί ; Ίσως η οικογενειά του σε μια άλλη πόλη. Το ταξίμετρο που δε λέει ν ανέβει. Η μέση του που πονάει. Το προσπέκτους του 'μασατζίδικου' που βρίσκεται τσαλακωμένο στην τσέπη του. Αν σε πείσει να σε πάει εκεί θα πάρει μια γενναία προμήθεια.
Κοιτάς πάλι τη φωτογραφία. Άλλωστε βρίσκεται όλη την ώρα μπροστά σου. Σου περνάει απ το μυαλό πως παρόμοιες φωτογραφίες εχουν  στις ταυτότητες αλλά και στις κηδείες, στην τελευταία περίπτωση κάπως μεγενθυμένες  . Σκέφτεσαι πως θα ταν περίεργο να χρησιμοποιούσαν -αλλά πόσο ταιριαστό!- όταν πεθάνει ο οδηγός , μέσα σ ενα τεράστιο κάδρο, αυτή την ίδια φωτογραφία κάρτα με το νούμερο απο κάτω, που τώρα κοιτάς.
Και ακόμα πιο περίεργο : όπως και μες το ταξί του η φωτογραφία της κηδείας του να ανήκει σε κάποιον άλλον, τα χαρακτηριστικά να μην ταιριάζουν διόλου με εκείνα του νεκρού, το σώμα του οποίου προετοιμάζουν για την καύση.
Η κίνηση χειροτερεύει αλλά κάποια στιγμή - άλλες φορές πιο γρήγορα, άλλες βασανιστικά αργά -φτάνεις στον προορισμό σου.
Το χαρτονόμισμα που αλλάζει χέρια: ο μοναδικός δεσμός που σε ένωσε με τον ευκαιριακό οδηγό σου.

Friday, August 30, 2013

1. Ανεμιστήρες

Οι ανεμιστήρες εδώ είναι για τους φτωχούς. Μόλις ξεφύγουν απ τη φτώχεια ανεβαίνουν βαθμίδα: αγοράζουν aircondition.
Ενα aircondition όμως εχει το πρόβλημα οτι δημιουργεί λιγότερες αναμνήσεις. Μια ομοιόμορφη δροσιά - μια χωρίς συγκινήσεις εποχή . Για πολλούς ντόπιους , ειδικά αυτούς που ζούνε στις μεγάλες πόλεις,  ο ανεμιστήρας , πάνω απ όλα, είναι κάτι σαν το σχολείο . Συμβολίζει τα χρόνια της νεότητας τους.
Οταν είχα πρωτοέρθει κοιμόμουν σ ενα δωματιάκι ενος μικρού guesthouse. Έκλεινα την συρταρωτή πόρτα  και μες το απόλυτο σκοτάδι θα ορκιζόμουν πως αν τέντωνα το κορμί μου θα μπορούσα να αγγίξω ταυτόχρονα και τους τέσσερις τοίχους. Έκανε ζέστη. Ένας φορητός ανεμιστήρας, στο ύψος του προσώπου , με δρόσιζε κάθε βράδυ για μήνες. Έκανε εναν καθησυχαστικό θόρυβο καθώς έριχνε πάνω μου κύμματα αέρα: μια γνώριμη μονότονη ανάσα ενός μοτέρ. Μια φορά, καθώς πήγα να τον κλείσω μέσα στον ύπνο μου , το χέρι μου πέρασε το προστατευτικό πλαστικό κι ενα δαχτυλό μου πιάστηκε στον έλικα. Τινάχτηκα απ τον πόνο. Ανοιξα το φώς: το αίμα μου ήταν σκορπισμένο εδω και κεί.
Αργότερα ,στο πρώτο πάμφθηνο διαμέρισμα που νοίκιασα, ξάπλωνα ανάσκελα και παρατηρούσα τον βαρύ, θορυβώδη ανεμιστήρα της οροφής.Τον κοίταζα να τραντάζεται και φανταζόμουν πως έφευγε απ τη θέση του κι ερχόταν να με κόψει λουρίδες. Η κινησή του με υπνώτιζε. Το παρελθόν μου, το παρόν μου, οι κάθε είδους αναμνήσεις και σκέψεις μου, αλέθονταν μέσα στον στροβιλό ενός ελικα που σιγά σιγά μεγάλωνε και τραβούσε σαν μαγνήτης όλα τα αντικείμενα : έπιπλα, ρούχα, παπούτσια, τα βιβλία μου , ενα μπουκάλι νερό που χα δίπλα απ το στρώμα μου, εμένα τον ίδιο.
Θυμάμαι κι άλλους ανεμιστήρες, σ άλλα δωμάτια. Σε ταβάνια ή φορητούς ,δίπλα απ τα κρεβάτια πάνω σε μία καρέκλα. Καθώς ο αέρας σε χτυπάει - τί σχέση έχει , πώς να συγκριθεί με την άψυχη δροσιά ενος aircondition ; - κοιμάσαι και ο ύπνος σου είναι γεμάτος με όνειρα. Η φορές φορές δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς. Ανοίγεις τα μάτια και κοιτάς. Λιγο νυχτερινό φως που μπαίνει απ το παράθυρο αρκεί για να δεις το κορίτσι που γαλήνια κοιμάται στο πλάι σου. Ο αέρας του ανέμιστήρα της χτυπάει τα μαλλιά. Ανασηκώνονται  για λίγο κι έπειτα  ξαναπέφτουν.
Τα αθώα χρόνια και της δικής μου νεότητας.